καταδείδω

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταδείδω Medium diacritics: καταδείδω Low diacritics: καταδείδω Capitals: ΚΑΤΑΔΕΙΔΩ
Transliteration A: katadeídō Transliteration B: katadeidō Transliteration C: katadeido Beta Code: katadei/dw

English (LSJ)

only in aor. -δεῖσαι, and (in Phalar. infr. cit.) fut. -δείσειν:—
A fear greatly, τι Ar.Pax759 (anap.), And.4.1, Th.2.93; τὸν Ἀχιλλέα Jul.Or.2.53b; περί τινος Ph.2.102; μή… ib.590.
II put into great fear, scare, Phalar.Ep.91.

German (Pape)

[Seite 1345] s. δείδω, nur im aor.) καταδεῖσαι, sehr fürchten, τί, Ar. Pax 759; Andoc. 4, 1. 2; τὸν κίνδυνον Thuc. 2, 93; καταδείσαντες τοῦτον καὶ τὸ τούτου θράσος Dem. 21, 20; Sp.; περί τινος, Phil. – In Phalar. epist. 84 findet sich καταδείσω in transit. Bdtg, in Furcht setzen, erschrecken.

French (Bailly abrégé)

1 craindre;
2 effrayer.
Étymologie: κατά, δείδω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-δείδω, alleen in aor. κατέδεισα erg bang zijn, met acc.:; καταδείσαντες τὸν κίνδυνον doodsbang voor het gevaar Thuc. 2.93.4; met inf.: τοσοῦτοι μόνοι … οὐ κατέδεισαν ἐσελθεῖν slechts zovelen... waren niet bang om naar binnen te gaan Thuc. 4.110.2.

Russian (Dvoretsky)

καταδείδω: (только aor.: κατέδεισα, inf. καταδεῖσαι, part. καταδείσας) (у)бояться, (ис)пугаться (τὸν κίνδυνον Thuc., Plut.; τινα Dem.; τοιοῦτον ἰδὼν τέρας, οὐ κατέδεισα Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

καταδείδω: ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ ἀορ. -δεῖσαι, καὶ (παρὰ τῷ Φαλάριδι ἔνθα κατωτ.) μέλλ. -δείσειν: - μεγάλως φοβοῦμαι, τι Ἀριστοφ. Εἰρ. 759, Ἀνδοκ. 29. 5, Θουκ. 2. 93· περί τινος Φίλων 2. 102· μὴ…, αὐτόθι 590. ΙΙ. ἐμβάλλω εἰς μέγαν φόβον, πτοῶ, Φαλάρ. Ἐπ. 84.

Greek Monolingual

καταδείδω (Α)
1. φοβάμαι πάρα πολύ, κατατρομάζω («τοιοῦτον ἰδὼν τέρας οὐ κατέδεισα», Αριστοφ.)
2. κάνω κάποιον να φοβηθεί πολύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + δείδω «φοβάμαι»].

Greek Monotonic

καταδείδω: μέλ. -δείσω, απαρ. αορ. αʹ -δεῖσαι· φοβάμαι πολύ, τι, σε Αριστοφ., Θουκ.

Middle Liddell

fut. -δείσω aor1 inf. -δεῖσαι
to fear greatly, τι Ar., Thuc.

Lexicon Thucydideum

extimescere, to dread greatly, 2.3.1, 2.93.4, 4.110.2.