καρκαίρω: Difference between revisions

From LSJ

ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγήdeceit of gods by humans

Source
(c2)
(6_20)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1327.png Seite 1327]] dröhnen, erdröhnen, erzittern, κάρκαιρε δὲ [[γαῖα]] πόδεσσιν ὀρνυμένων Il. 20, 157.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1327.png Seite 1327]] dröhnen, erdröhnen, erzittern, κάρκαιρε δὲ [[γαῖα]] πόδεσσιν ὀρνυμένων Il. 20, 157.
}}
{{ls
|lstext='''καρκαίρω''': σείομαι, ὡς [[ἀποτέλεσμα]] τοῦ πατήματος ἀνδρῶν καὶ ἵππων, κραδαίνομαι, [[τρέμω]], Λατ. tremere, κάρκαιρε δὲ [[γαῖα]] πόδεσσιν ὀρνυμένων [[ἄμυδις]], «ἐκινεῖτο, ἤχει. [[ὀνοματοποιΐα]] ὁ [[τρόπος]]» (Σχόλ.), Ἰλ. Υ. 157. - Καθ’ Ἡσύχ.˙ «καρκαίρειϏ ψοφεῖ».
}}
}}

Revision as of 10:25, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καρκαίρω Medium diacritics: καρκαίρω Low diacritics: καρκαίρω Capitals: ΚΑΡΚΑΙΡΩ
Transliteration A: karkaírō Transliteration B: karkairō Transliteration C: karkairo Beta Code: karkai/rw

English (LSJ)

   A quake, of the earth, κάρκαιρε δὲ γαῖα πόδεσσιν ὀρνυμένων Il.20.157.    II ἐκάρκαιρεν· ἐπλήθυεν, and ἐκάρκαιρον· ψόφον τινὰ ἀπετέλουν, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1327] dröhnen, erdröhnen, erzittern, κάρκαιρε δὲ γαῖα πόδεσσιν ὀρνυμένων Il. 20, 157.

Greek (Liddell-Scott)

καρκαίρω: σείομαι, ὡς ἀποτέλεσμα τοῦ πατήματος ἀνδρῶν καὶ ἵππων, κραδαίνομαι, τρέμω, Λατ. tremere, κάρκαιρε δὲ γαῖα πόδεσσιν ὀρνυμένων ἄμυδις, «ἐκινεῖτο, ἤχει. ὀνοματοποιΐατρόπος» (Σχόλ.), Ἰλ. Υ. 157. - Καθ’ Ἡσύχ.˙ «καρκαίρειϏ ψοφεῖ».