καρκαίρω

From LSJ

Ἔνεγκε λύπην καὶ βλάβην εὐσχημόνως → Damna ac dolores disce generose pati → Mit schicklichem Anstand trage Trauer und Verlust

Menander, Monostichoi, 151
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καρκαίρω Medium diacritics: καρκαίρω Low diacritics: καρκαίρω Capitals: ΚΑΡΚΑΙΡΩ
Transliteration A: karkaírō Transliteration B: karkairō Transliteration C: karkairo Beta Code: karkai/rw

English (LSJ)

A quake, of the earth, κάρκαιρε δὲ γαῖα πόδεσσιν ὀρνυμένων Il.20.157.
II ἐκάρκαιρεν· ἐπλήθυεν, and ἐκάρκαιρον· ψόφον τινὰ ἀπετέλουν, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1327] dröhnen, erdröhnen, erzittern, κάρκαιρε δὲ γαῖα πόδεσσιν ὀρνυμένων Il. 20, 157.

French (Bailly abrégé)

impf. 3ᵉ sg. poét. κάρκαιρε;
résonner, retentir.
Étymologie: DELG onomatopée.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καρκαίρω dreunen:. κάρκαιρε δὲ γαῖα πόδεσσιν en de aarde dreunde onder hun voeten Il. 20.157.

Russian (Dvoretsky)

καρκαίρω: гудеть: κάρκαιρε δὲ γαῖα πόδεσσιν ὀρνυμένων Hom. загудела земля под ногами сбежавшихся.

Greek (Liddell-Scott)

καρκαίρω: σείομαι, ὡς ἀποτέλεσμα τοῦ πατήματος ἀνδρῶν καὶ ἵππων, κραδαίνομαι, τρέμω, Λατ. tremere, κάρκαιρε δὲ γαῖα πόδεσσιν ὀρνυμένων ἄμυδις, «ἐκινεῖτο, ἤχει. ὀνοματοποιΐατρόπος» (Σχόλ.), Ἰλ. Υ. 157. - Καθ’ Ἡσύχ.· «καρκαίρειϏ ψοφεῖ».

English (Autenrieth)

quake, ipf., Il. 20.157†.

Greek Monolingual

καρκαίρω (Α)
1. (για τη γη) σείομαι, δονούμαι από τα πατήματα ανδρών και αλόγων
2. (κατά τον Ησύχ.) «ἐκάρκαιρεν
ἐπλήθυεν» και «ἐκάρκαιρον
ψόφον τινὰ ἀπετέλουν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ενεστ. με επιτ. αναδιπλασιασμό. Συνδέεται πιθ. με τα αρχ. ινδ. car-karti «υμνώ», που εμφανίζει επίσης αναδιπλασιασμό kāru- «τραγουδιστής», και το αρχ. ελλ. κήρυξ. Στην περίπτωση αυτή ανάγεται σε ΙΕ ρίζα kar(ә)- «επαινώ, υμνώ»].

Greek Monotonic

καρκαίρω: σείομαι, τρέμω κάτω από το πάτημα ανδρών και αλόγων, Λατ. tremere, σε Ομήρ. Ιλ. (ηχομιμ. λέξη).

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: only Υ 157 κάρκαιρε δε γαῖα πόδεσσιν ὀρνυμένων, by the Ancients explained as trembled (ἐκραδαίνετο, σείετο), or as roared (ἐψόφει) (details in Fraenkel Nom. ag. 1, 132 n. 1 with wrong explanation); cf. ἐκάρκαιρον ψόφον τινὰ ἀπετέλουν H.
Origin: IE [Indo-European] [536] *kerH- praise (loudly)
Etymology: Jot-present with intensive reduplication (Schwyzer 647); in origin onomatopoetic. Sanskrit has an athematic, also reduplicated form car-kar-ti mention with praise. (Not to κῆρυξ, s.v.)

Middle Liddell

καρκαίρω,
to quake under the feet of men and horses, Lat. tremere, Il. (Formed from the sound.)

Frisk Etymology German

καρκαίρω: {karkaírō}
Grammar: v.
Meaning: nur Υ 157 κάρκαιρε δὲ γαῖα πόδεσσιν ὀρνυμένων, von den Alten teils als erbebte, zitterte (ἐκραδαίνετο, σείετο), teils als erdröhnte (ἐψόφει) erklärt (Einzelheiten bei Fraenkel Nom. ag. 1, 132 A. 1 mit unrichtiger Erklärung); dazu noch ἐκάρκαιρον· ψόφον τινὰ ἀπετέλουν H.
Etymology: Jotpräsens mit intensiver Reduplikation (Schwyzer 647); dem Ursprung nach onomatopoetisch. Das Aind. hat ein athematisches, ebenfalls redupliziertes car-kar-ti rühmend erwähnen. — Vgl. κήρυξ.
Page 1,789