συμπείθω: Difference between revisions

From LSJ

Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt

Menander, Monostichoi, 366
(13_4)
(6_2)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0985.png Seite 985]] mit, zugleich bereden, einen Andern für seine eigne Meinung gewinnen; Thuc. 7, 21; Plat. Legg. IV, 720 d; Xen. Mem. 2, 4, 6; Isocr. 5, 26, Sp., wie συμπειθόμενος ποιεῖν τι, Pol. 17, 13, 4; Plut. Them. 4; συμπεπεισμένοι καθ' ἡμῶν εἰσιν, Luc. Iov. Trag. 45.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0985.png Seite 985]] mit, zugleich bereden, einen Andern für seine eigne Meinung gewinnen; Thuc. 7, 21; Plat. Legg. IV, 720 d; Xen. Mem. 2, 4, 6; Isocr. 5, 26, Sp., wie συμπειθόμενος ποιεῖν τι, Pol. 17, 13, 4; Plut. Them. 4; συμπεπεισμένοι καθ' ἡμῶν εἰσιν, Luc. Iov. Trag. 45.
}}
{{ls
|lstext='''συμπείθω''': [[πείθω]] [[ὁμοῦ]], συγκαταπείθω, Πλάτ. Νόμ. 720D, Λυκοῦργ. 162. 2· μετ’ αἰτ. πράγμ., τὰ μὲν συμπείθων, τὰ δὲ βιαζόμενος Ξεν. Ἀπομν. 2. 4, 6 σ. [[τἀναντία]] Διον. Ἁλ. 6. 49· ― μετ’ αἰτιατ. προσ. καὶ ἀπαρεμφ., σ. πολλοὺς ὁμογνωμονεῖν Ξεν. Κύρ. 2. 2, 24, πρβλ. Αἰσχίν. 73. 40· σ. τινὰ Πλουτ. Κάμιλλ. 23· ― ὁμοίως, σ. τοῦ μὴ ἀθυμεῖν Θουκ. 7. 21. ― Παθητ., πείθομαι συγχρόνως, Ἀριστ. Πολιτ. 5. 7, 13· ποιεῖν τι [[αὐτόθι]] 4. 11, 19, Πολύβ. 17. 13, 4· τι, εἴς τι [[πρᾶγμα]], Αἰσχίν. 64. 1· ἀπολ., Δημήτρ. ἐν Ἀδήλ. 2· συμπεπεισμένοι καθ’ ἡμῶν Λουκ. ἐν Διῒ Τραγῳδ. 45.
}}
}}

Revision as of 09:15, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπείθω Medium diacritics: συμπείθω Low diacritics: συμπείθω Capitals: ΣΥΜΠΕΙΘΩ
Transliteration A: sympeíthō Transliteration B: sympeithō Transliteration C: sympeitho Beta Code: sumpei/qw

English (LSJ)

pf. part.

   A -πεπεικυῖα Hyp.Ath.4 (aor. part. συμπείσας is f.l. for συμπιέσας in Plu.2.580d):—win by persuasion, persuade, abs., Pl.Lg.720d: c. acc. pers., Lycurg.102, UPZ114i22 (ii B.C.), Plu. Cam.23: c. acc. rei, τὰ μὲν συμπείθων, τὰ δὲ βιαζόμενος X.Mem.2.4.6; σ. τἀναντία D.H.6.49; ταῦτα συμπείθεις με σύ; Men.Epit.527: c. acc. pers. etinf., σ. πολλοὺς ὁμογνωμονεῖν X.Cyr.2.2.24, cf. Aeschin. 3.142, D.18.147, IG12(7).386.15 (Amorgos, iii B.C.):—Pass., join in a view, Arist.Pol.1307b15; allow oneself to be persuaded, c. inf., ib. 1296a38; τι to a thing, Aeschin.3.71, SIG364.96 (Ephesus, iii B.C.): c. dat., to be convinced of... Phld.Mus.p.89K.: abs., Demetr.Com. Vet.4; συμπεπεισμένοι καθ' ἡμῶν Luc.JTr.45; τὸ -πεπεισμένον the sum agreed, BGU1163.8(i B.C.); συνεπείσθησαν πρὸς ἀλλήλας μὴ ἐγκαλεῖν Sammelb.7338.10 (iii/iv A.D.).

German (Pape)

[Seite 985] mit, zugleich bereden, einen Andern für seine eigne Meinung gewinnen; Thuc. 7, 21; Plat. Legg. IV, 720 d; Xen. Mem. 2, 4, 6; Isocr. 5, 26, Sp., wie συμπειθόμενος ποιεῖν τι, Pol. 17, 13, 4; Plut. Them. 4; συμπεπεισμένοι καθ' ἡμῶν εἰσιν, Luc. Iov. Trag. 45.

Greek (Liddell-Scott)

συμπείθω: πείθω ὁμοῦ, συγκαταπείθω, Πλάτ. Νόμ. 720D, Λυκοῦργ. 162. 2· μετ’ αἰτ. πράγμ., τὰ μὲν συμπείθων, τὰ δὲ βιαζόμενος Ξεν. Ἀπομν. 2. 4, 6 σ. τἀναντία Διον. Ἁλ. 6. 49· ― μετ’ αἰτιατ. προσ. καὶ ἀπαρεμφ., σ. πολλοὺς ὁμογνωμονεῖν Ξεν. Κύρ. 2. 2, 24, πρβλ. Αἰσχίν. 73. 40· σ. τινὰ Πλουτ. Κάμιλλ. 23· ― ὁμοίως, σ. τοῦ μὴ ἀθυμεῖν Θουκ. 7. 21. ― Παθητ., πείθομαι συγχρόνως, Ἀριστ. Πολιτ. 5. 7, 13· ποιεῖν τι αὐτόθι 4. 11, 19, Πολύβ. 17. 13, 4· τι, εἴς τι πρᾶγμα, Αἰσχίν. 64. 1· ἀπολ., Δημήτρ. ἐν Ἀδήλ. 2· συμπεπεισμένοι καθ’ ἡμῶν Λουκ. ἐν Διῒ Τραγῳδ. 45.