ἐνάρχομαι: Difference between revisions

From LSJ

μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν → lead us not into temptation

Source
(13_5)
(6_13a)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0830.png Seite 830]] anfangen, den Anfang mit Etwas machen; τοῦ λόγου Plut. Cic. 35; abs., Cam. 32; τῆς ἐπιβολῆς Pol. 5, 1, 3; [[περί]] τινος, Luc. Philops. 39. – Bes. τὰ κανᾶ, das Opfer beginnen, indem man die heilige Gerste, [[οὐλοχύται]], aus den Körben nimmt, Eur. I. A. 1471, vgl. 955 El. 1142; ἐνῆρκται τὰ κανᾶ Aesch. 3, 120.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0830.png Seite 830]] anfangen, den Anfang mit Etwas machen; τοῦ λόγου Plut. Cic. 35; abs., Cam. 32; τῆς ἐπιβολῆς Pol. 5, 1, 3; [[περί]] τινος, Luc. Philops. 39. – Bes. τὰ κανᾶ, das Opfer beginnen, indem man die heilige Gerste, [[οὐλοχύται]], aus den Körben nimmt, Eur. I. A. 1471, vgl. 955 El. 1142; ἐνῆρκται τὰ κανᾶ Aesch. 3, 120.
}}
{{ls
|lstext='''ἐνάρχομαι''': μέλλ. -ξομαι: Ἀποθ.: ― ἐπὶ θυσιῶν, ποιοῦμαι ἔναρξιν τῆς θυσίας λαμβάνων τὴν κριθὴν (οὐλοχύτας) ἐκ τοῦ κανίστρου (κανοῦ), κανᾶ δ’ ἐναρχέσθω τις Εὐρ. Ἰ. Α. 1471· οὕτω, προχύτας χέρνιβάς τ’ ἐνάρξεται [[αὐτόθι]] 955: ― πρκμ. [[μετὰ]] παθ. σημασ., κανοῦν δ’ ἐνῆρκται ὁ αὐτὸς Ἠλ. 1142· ἐνῆρκται τὰ κανᾶ Αἰσχίν. 70. 31· πρβλ. κατάρχομαι. 2) [[καθόλου]], [[ἀρχίζω]], Πολύβ. κλ.· μετ’ ἀπαρ., ὁ αὐτὸς 5. 1, 5· ἐναρχομένης τῆς θερείας (ἀρχομένης Schweig.) ὁ αὐτ. 5. 1, 3, κτλ. ΙΙ. μεταγεν. τὸ ἐνεργ., 1) [[ἀρχίζω]], ἐνῆρξε θρήνου Ἑβδ. (Σειρ. ΛΗ΄, 16). 2) ἔχω [[ἀρχήν]], ἐξουσίαν, Συλλ. Ἐπιγρ. 2350.
}}
}}

Revision as of 11:07, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνάρχομαι Medium diacritics: ἐνάρχομαι Low diacritics: ενάρχομαι Capitals: ΕΝΑΡΧΟΜΑΙ
Transliteration A: enárchomai Transliteration B: enarchomai Transliteration C: enarchomai Beta Code: e)na/rxomai

English (LSJ)

fut. -ξομαι prob. in E. (v. infr.):—in sacrifices,

   A begin the offering, by taking the barley from the basket, κανᾶ δ' ἐναρχέσθω τις E.IA1470, cf. Men.Sam.7; προχύτας Χέρνιβάς τ' ἐνάρξεται E.IA 955: pf. in pass. sense, κανοῦν δ' ἐνῆρκται Id.El.1142; ἐνῆρκται τὰ κανᾶ Aeschin.3.120.    2 generally, begin, Sammelb.4369(b).23 (iii B.C.), etc.; τῆς θερείας ἐναρχομένης Plb.5.30.7: c. inf., πολεμεῖν ib.1.5; γενειᾶν D.H.6.13: ἐ. τινός make a beginning of, τῆς ἐπιβολῆς Plb.5.1.3; τοῦ λόγου Plu.Cic.35; ὁμιλιῶν engage in, Ath.Med. ap. Orib.inc.21.9; ἐνῆρκται folld. by a quotation, Apollon.Cit.1: abs., begin to speak, Plu.Cam.32.    II later, in Act., hold office, IG12(5).526.5 (Ceos).

German (Pape)

[Seite 830] anfangen, den Anfang mit Etwas machen; τοῦ λόγου Plut. Cic. 35; abs., Cam. 32; τῆς ἐπιβολῆς Pol. 5, 1, 3; περί τινος, Luc. Philops. 39. – Bes. τὰ κανᾶ, das Opfer beginnen, indem man die heilige Gerste, οὐλοχύται, aus den Körben nimmt, Eur. I. A. 1471, vgl. 955 El. 1142; ἐνῆρκται τὰ κανᾶ Aesch. 3, 120.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνάρχομαι: μέλλ. -ξομαι: Ἀποθ.: ― ἐπὶ θυσιῶν, ποιοῦμαι ἔναρξιν τῆς θυσίας λαμβάνων τὴν κριθὴν (οὐλοχύτας) ἐκ τοῦ κανίστρου (κανοῦ), κανᾶ δ’ ἐναρχέσθω τις Εὐρ. Ἰ. Α. 1471· οὕτω, προχύτας χέρνιβάς τ’ ἐνάρξεται αὐτόθι 955: ― πρκμ. μετὰ παθ. σημασ., κανοῦν δ’ ἐνῆρκται ὁ αὐτὸς Ἠλ. 1142· ἐνῆρκται τὰ κανᾶ Αἰσχίν. 70. 31· πρβλ. κατάρχομαι. 2) καθόλου, ἀρχίζω, Πολύβ. κλ.· μετ’ ἀπαρ., ὁ αὐτὸς 5. 1, 5· ἐναρχομένης τῆς θερείας (ἀρχομένης Schweig.) ὁ αὐτ. 5. 1, 3, κτλ. ΙΙ. μεταγεν. τὸ ἐνεργ., 1) ἀρχίζω, ἐνῆρξε θρήνου Ἑβδ. (Σειρ. ΛΗ΄, 16). 2) ἔχω ἀρχήν, ἐξουσίαν, Συλλ. Ἐπιγρ. 2350.