ἐγκαλύπτω: Difference between revisions

From LSJ

κρείσσων γὰρ ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός → thou wert better not alive, than living blind | you were better not alive, than living blind

Source
(13_6a)
(6_14)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0704.png Seite 704]] einhüllen, verhüllen; Aesch. frg. 271 u. Folgde; ἐγκεκαλυμμένος ἐν κωδίοις τισὶ καὶ στρώμασι Plat. Prot. 315 b. Oft im med., sich einhüllen; Ar. Nubb. 735; Plat. Phaedr. 237 a; καθεύδειν ἐγκεκαλυμμένον Andoc. 1, 17. Bes. = das Gesicht aus Scham verhüllen, ὑπ' αἰσχύνης ἐγκεκαλυμμένος Plat. Phaedr. 243 b; u. dah. = sich schämen, ἐπί τινι, Aesch. 2, 111; Dem. ep. 3 extr.; θεοὺς ἐγκαλυπτόμενος ὧν ἔμελλε δράσειν, sich vor den Göttern wegen seines Vorhabens schämend, App. Civ. 1, 16.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0704.png Seite 704]] einhüllen, verhüllen; Aesch. frg. 271 u. Folgde; ἐγκεκαλυμμένος ἐν κωδίοις τισὶ καὶ στρώμασι Plat. Prot. 315 b. Oft im med., sich einhüllen; Ar. Nubb. 735; Plat. Phaedr. 237 a; καθεύδειν ἐγκεκαλυμμένον Andoc. 1, 17. Bes. = das Gesicht aus Scham verhüllen, ὑπ' αἰσχύνης ἐγκεκαλυμμένος Plat. Phaedr. 243 b; u. dah. = sich schämen, ἐπί τινι, Aesch. 2, 111; Dem. ep. 3 extr.; θεοὺς ἐγκαλυπτόμενος ὧν ἔμελλε δράσειν, sich vor den Göttern wegen seines Vorhabens schämend, App. Civ. 1, 16.
}}
{{ls
|lstext='''ἐγκαλύπτω''': μέλλ. -ψω, [[καλύπτω]], [[σκεπάζω]] τι [[καλῶς]], Τραγ. ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 120, Ἀριστοφ. Βάτρ. 911: ― Παθ. περικαλύπτομαι, Ἀριστοφ. Πλ. 714, Πλάτ. Φαῖδρ. 243Β· σκεπάζομαι ([[οἷον]] δι’ [[ὕπνον]]), Ξεν. Ἀν. 4. 5, 19· ἐγκεκαλυμμένος [[λόγος]], περίφημον [[σόφισμα]] ἐν Διογ. Λ. 7. 82. ΙΙ. Μέσ., σκεπάζομαι, κρύπτομαι ὑπὸ τὰ σκεπάσματα, [[σκεπάζω]] τὸ πρόσωπόν μου, caput obvolvere, Ἀριστοφ. Πλ. 707, κτλ.· ἐγκαλυπτόμενος καθεύδειν Ἀνδοκ. 3. 26· ἐπὶ ἀποθνήσκοντος, Ξεν. Κύρ. 8. 7, 26, Πλάτ. Φαίδων 118Α, κτλ. 2) ὡς [[σημεῖον]] αἰδοῦς ἢ αἰσχύνης, [[αὐτόθι]] 117C, Δημ. 1485, 9· ἐγκαλύψασθαι ἐπί τινι, Αἰσχίν. 42. 10· ― [[ἐντεῦθεν]] μετ’ αἰτ. προσ., [[αἰσθάνομαι]] ἐντροπὴν ἐνώπιόν τινος, θεοὺς ἐγκαλυπτόμενος ὧν ἔμελλε δράσειν Ἀππ. Ἐμφύλ. 1. 16.
}}
}}

Revision as of 09:48, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγκᾰλύπτω Medium diacritics: ἐγκαλύπτω Low diacritics: εγκαλύπτω Capitals: ΕΓΚΑΛΥΠΤΩ
Transliteration A: enkalýptō Transliteration B: enkalyptō Transliteration C: egkalypto Beta Code: e)gkalu/ptw

English (LSJ)

   A veil, wrap up, Ar. Ra.911:—Pass., to be veiled or enwrapped, Id.Pl.714, Pl. Phdr.243b; to be wrapped up (as for sleep), X.An.4.5.19, Pl.Prt. 315d; ἐγκεκαλυμμένος λόγος, a noted fallacy, Stoic.2.8,90, etc.    II Med., hide oneself, hide one's face, Ar.Pl.707, etc.; ἐγκαλυπτόμενος καθεύδειν And.1.17; of persons at the point of death, X. Cyr.8.7.26, Pl. Phd. 118a, etc.: metaph., conceal one's feelings, c. part., νεμεσῶν ἐνεκαλύπτετο App. BC2.69.    2 as a mark of shame, Pl.Phd. 117c, D.Ep.3.42, Aeschin.2.107: c.acc. pers., feel shame before a person, θεοὺς ἐγκαλυπτόμενος ὧν ἔμελλε δράσειν App.BC1.16: c. inf., to be ashamed to... PM asp.295.12 (v A.D.).    3 -καλυπτόμενος σφυγμός, term invented by Archig., Gal.8.662.

German (Pape)

[Seite 704] einhüllen, verhüllen; Aesch. frg. 271 u. Folgde; ἐγκεκαλυμμένος ἐν κωδίοις τισὶ καὶ στρώμασι Plat. Prot. 315 b. Oft im med., sich einhüllen; Ar. Nubb. 735; Plat. Phaedr. 237 a; καθεύδειν ἐγκεκαλυμμένον Andoc. 1, 17. Bes. = das Gesicht aus Scham verhüllen, ὑπ' αἰσχύνης ἐγκεκαλυμμένος Plat. Phaedr. 243 b; u. dah. = sich schämen, ἐπί τινι, Aesch. 2, 111; Dem. ep. 3 extr.; θεοὺς ἐγκαλυπτόμενος ὧν ἔμελλε δράσειν, sich vor den Göttern wegen seines Vorhabens schämend, App. Civ. 1, 16.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκαλύπτω: μέλλ. -ψω, καλύπτω, σκεπάζω τι καλῶς, Τραγ. ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 120, Ἀριστοφ. Βάτρ. 911: ― Παθ. περικαλύπτομαι, Ἀριστοφ. Πλ. 714, Πλάτ. Φαῖδρ. 243Β· σκεπάζομαι (οἷον δι’ ὕπνον), Ξεν. Ἀν. 4. 5, 19· ἐγκεκαλυμμένος λόγος, περίφημον σόφισμα ἐν Διογ. Λ. 7. 82. ΙΙ. Μέσ., σκεπάζομαι, κρύπτομαι ὑπὸ τὰ σκεπάσματα, σκεπάζω τὸ πρόσωπόν μου, caput obvolvere, Ἀριστοφ. Πλ. 707, κτλ.· ἐγκαλυπτόμενος καθεύδειν Ἀνδοκ. 3. 26· ἐπὶ ἀποθνήσκοντος, Ξεν. Κύρ. 8. 7, 26, Πλάτ. Φαίδων 118Α, κτλ. 2) ὡς σημεῖον αἰδοῦς ἢ αἰσχύνης, αὐτόθι 117C, Δημ. 1485, 9· ἐγκαλύψασθαι ἐπί τινι, Αἰσχίν. 42. 10· ― ἐντεῦθεν μετ’ αἰτ. προσ., αἰσθάνομαι ἐντροπὴν ἐνώπιόν τινος, θεοὺς ἐγκαλυπτόμενος ὧν ἔμελλε δράσειν Ἀππ. Ἐμφύλ. 1. 16.