μεστόω: Difference between revisions
Ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep
(13_5) |
(6_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0141.png Seite 141]] vollmachen, anfüllen, erfüllen; ἐμεστώθη [[μέγας]] [[αἰθήρ]], mit Staub, Soph. Ant. 416; πᾶς ἐμεστώθη [[δρόμος]] κτύπου κροτητῶν ἁρμάτων, El. 703; übertr., πρὶν ὀργῆς κἀμὲ μεστῶσαι, Ant. 280; μὴ οὐχ ὕβρεως τε καὶ ἀδικίας μεστοῦσθαι, Plat. Legg. IV, 713 e; Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0141.png Seite 141]] vollmachen, anfüllen, erfüllen; ἐμεστώθη [[μέγας]] [[αἰθήρ]], mit Staub, Soph. Ant. 416; πᾶς ἐμεστώθη [[δρόμος]] κτύπου κροτητῶν ἁρμάτων, El. 703; übertr., πρὶν ὀργῆς κἀμὲ μεστῶσαι, Ant. 280; μὴ οὐχ ὕβρεως τε καὶ ἀδικίας μεστοῦσθαι, Plat. Legg. IV, 713 e; Sp. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''μεστόω''': (μεστὸς) πληρῶ τι ἐντελῶς ἔκ τινος, [[γεμίζω]] τι μέ τι, [[μετὰ]] γεν. πράγματος, παῦσαι, πρὶν ὀργῆς καί με μεστῶσαι λέγων Σοφ. Ἀντ. 280. - Παθ., πληροῦμαι, γεμίζομαι μέ τι, κτύπου ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 713, πρβλ. Ἀντ. 420· ἐπὶ προσώπων, μεστοῦσθαι παρρησίας καὶ ἐλευθερίας Πλάτ. Νόμ. 649Β· ὕβρεώς τε καὶ ἀδικίας [[αὐτόθι]] 713C. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:08, 5 August 2017
English (LSJ)
A fill full of, c. gen. rei, ὀργῆς μ. τινά S.Ant.280:—Pass., to be filled or full of, κτύπου Id.El.713, cf. Ant.420; of persons, παρρησίας μεστοῦσθαι καὶ ἐλευθερίας Pl.Lg.649b; ὕβρεώς τε καὶ ἀδικίας ib.713c: abs., Procop.Arc.13; and in medic. sense, ἀγγεῖα μεμεστωμένα Gal. 1.394, cf. 8.932.
German (Pape)
[Seite 141] vollmachen, anfüllen, erfüllen; ἐμεστώθη μέγας αἰθήρ, mit Staub, Soph. Ant. 416; πᾶς ἐμεστώθη δρόμος κτύπου κροτητῶν ἁρμάτων, El. 703; übertr., πρὶν ὀργῆς κἀμὲ μεστῶσαι, Ant. 280; μὴ οὐχ ὕβρεως τε καὶ ἀδικίας μεστοῦσθαι, Plat. Legg. IV, 713 e; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μεστόω: (μεστὸς) πληρῶ τι ἐντελῶς ἔκ τινος, γεμίζω τι μέ τι, μετὰ γεν. πράγματος, παῦσαι, πρὶν ὀργῆς καί με μεστῶσαι λέγων Σοφ. Ἀντ. 280. - Παθ., πληροῦμαι, γεμίζομαι μέ τι, κτύπου ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 713, πρβλ. Ἀντ. 420· ἐπὶ προσώπων, μεστοῦσθαι παρρησίας καὶ ἐλευθερίας Πλάτ. Νόμ. 649Β· ὕβρεώς τε καὶ ἀδικίας αὐτόθι 713C.