προτροπή: Difference between revisions

From LSJ

Ἥδιστόν ἐστιν εὐτυχοῦντα νοῦν ἔχειν → Dulcissimum prudentia inter prospera → Erfreulich ist, wenn man im Glück Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 207
(13_4)
(6_9)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0794.png Seite 794]] ἡ, Ermunterung, Aufmunterung, Antrieb; ἃ προτροπὴν ἔχει τινὰ ἰσχυρὰν πρὸς τὸ προτρέπειν, Plat. Legg. XI, 920 b; u. so Folgde, wie Pol. 9, 10, 10; εἰ δή τις προτροπὴ ἐμπεσοῦσα εὐπειθεστέρους παρέξει, Arr. An. 5, 28, ein Beweggrund.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0794.png Seite 794]] ἡ, Ermunterung, Aufmunterung, Antrieb; ἃ προτροπὴν ἔχει τινὰ ἰσχυρὰν πρὸς τὸ προτρέπειν, Plat. Legg. XI, 920 b; u. so Folgde, wie Pol. 9, 10, 10; εἰ δή τις προτροπὴ ἐμπεσοῦσα εὐπειθεστέρους παρέξει, Arr. An. 5, 28, ein Beweggrund.
}}
{{ls
|lstext='''προτροπή''': ἡ, ([[προτρέπω]]) [[παρακίνησις]], [[παρόρμησις]], Τίμ. Λοκρ. 103Ε, κτλ.· ἀντίθετον τῷ [[ἀποτροπή]], συμβουλῆς δὲ τὸ μὲν προτροπὴ τὸ δὲ ἀποτροπὴ Ἀριστ. Ρητορ.· 1. 3, 3· πρ. ἔχειν [[πρός]] τι Πλάτ. Νόμ. 920Β· ἐπί τι ὁ αὐτ. ἐν Κλειτοφ. 408D· εἴς τι Πλούτ. 2. 1128 Α. ΙΙ. = [[τροπή]], Ἀρρ. Ἀν. 5. 28.
}}
}}

Revision as of 10:12, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προτροπή Medium diacritics: προτροπή Low diacritics: προτροπή Capitals: ΠΡΟΤΡΟΠΗ
Transliteration A: protropḗ Transliteration B: protropē Transliteration C: protropi Beta Code: protroph/

English (LSJ)

ἡ,

   A exhortation, encouragement, Democr.181, Ti.Locr.104a (pl.), S.E.M.1.98, etc.; opp. ἀποτροπή, Arist.Rh.1358b8, Phld.Rh.1.65 S., cf. Stoic.2.287 (pl.); ἡ Σωκράτους π. ἡμῶν ἐπ' ἀρετήν Pl.Clit.408d; ἡ εἰς ἀδοξίαν π. Plu.2.1128b; εἰς προτροπὴν ἀρετῆς Onos.1.13, cf. IG5(1).1331.10 (Cardamyle); incitement to virtue, Diogenian.Epicur.3.6 (pl.); concrete, of persons, ἵνα τοῖς λοιποῖς προτροπὴ ὦσι Supp.Epigr.3.583.24 (Olbia, ii/iii A.D.).    2 urgent invitation, behest, κατὰ τὴν π. τῆς βουλῆς POxy.1252v.27 (iii A.D.), cf. 1415.23 (iii A.D.), BGU618.19 (iii A.D.).    II impulse, Pl.Lg.920b (ed.Ald. for ῥοπή), Herod. Med. ap. Orib.6.20.14, Corn.ND27.    III driving force, διὰ τὴν τῆς θαλάττης π. Dion.Byz.3.

German (Pape)

[Seite 794] ἡ, Ermunterung, Aufmunterung, Antrieb; ἃ προτροπὴν ἔχει τινὰ ἰσχυρὰν πρὸς τὸ προτρέπειν, Plat. Legg. XI, 920 b; u. so Folgde, wie Pol. 9, 10, 10; εἰ δή τις προτροπὴ ἐμπεσοῦσα εὐπειθεστέρους παρέξει, Arr. An. 5, 28, ein Beweggrund.

Greek (Liddell-Scott)

προτροπή: ἡ, (προτρέπω) παρακίνησις, παρόρμησις, Τίμ. Λοκρ. 103Ε, κτλ.· ἀντίθετον τῷ ἀποτροπή, συμβουλῆς δὲ τὸ μὲν προτροπὴ τὸ δὲ ἀποτροπὴ Ἀριστ. Ρητορ.· 1. 3, 3· πρ. ἔχειν πρός τι Πλάτ. Νόμ. 920Β· ἐπί τι ὁ αὐτ. ἐν Κλειτοφ. 408D· εἴς τι Πλούτ. 2. 1128 Α. ΙΙ. = τροπή, Ἀρρ. Ἀν. 5. 28.