ἐνυπνιάζω: Difference between revisions

From LSJ

θανάτου τῆς ζημίας ἐπικειμένης → the penalty is death

Source
(c2)
(6_19)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0860.png Seite 860]] träumen, Arist. H. A. 4, 10; – häufiger im med., Hippocr., Plut. Brut. 24; Dep. pass., LXX.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0860.png Seite 860]] träumen, Arist. H. A. 4, 10; – häufiger im med., Hippocr., Plut. Brut. 24; Dep. pass., LXX.
}}
{{ls
|lstext='''ἐνυπνιάζω''': ὀνειρεύομαι, τοῦ αἰσθητικοῦ... ἔστι τὸ ἐνυπνιάζειν Ἀριστ. περὶ Ἐνυπν. 1, 9· συμβαίνει... τοῖς καθεύδουσιν ἐνυπνιάζειν περὶ Ὕπνου 1, 1· ἔτι δ’ ἐνυπνιάζειν φαίνονται οὐ μόνον ἄνθρωποι, ἀλλὰ καὶ ἵπποι καὶ κύνες, κτλ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 10, 2 κ. ἀλλ.: ― [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ Μέσῳ τύπῳ, ἐνυπνιάζεσθαι θορυβώδεα Ἱππ. περὶ Ἀρχ. Ἰητρικ. 12, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 10, 9, κτλ.: παθ. μέλλ. -ασθήσομαι Ἑβδ. (Ἰωὴλ Β΄, 28): ἀόρ. -ασάμην καὶ -άσθην (Γεν. ΛΖ΄, 5. 6, 8). 2) = ὀνειρώττω, [[ἀκολουθία]] εἰς ἱερέα ἐνυπνιασθέντα Εὐχολόγ. σ. 892, κτλ.
}}
}}

Revision as of 10:49, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνυπνιάζω Medium diacritics: ἐνυπνιάζω Low diacritics: ενυπνιάζω Capitals: ΕΝΥΠΝΙΑΖΩ
Transliteration A: enypniázō Transliteration B: enypniazō Transliteration C: enypniazo Beta Code: e)nupnia/zw

English (LSJ)

   A dream, Arist.Insomn.459a21, Somn.Vig.453b19, HA 537b13, al.:—in Med. and Pass. c. acc., ἐνυπνιάζεσθαι θορυβώδεα Hp. VM10, cf. Arist.HA587b10, Ph.1.672, Plu.Cat.Ma.23: so in fut. Pass.-ασθήσομαι LXXJl.3.1, Lyd.Ost.33: aor. Med. -ασάμην LXXJd. 7.13, Pass.-άσθην ib.Ge.37.5,6,10.

German (Pape)

[Seite 860] träumen, Arist. H. A. 4, 10; – häufiger im med., Hippocr., Plut. Brut. 24; Dep. pass., LXX.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνυπνιάζω: ὀνειρεύομαι, τοῦ αἰσθητικοῦ... ἔστι τὸ ἐνυπνιάζειν Ἀριστ. περὶ Ἐνυπν. 1, 9· συμβαίνει... τοῖς καθεύδουσιν ἐνυπνιάζειν περὶ Ὕπνου 1, 1· ἔτι δ’ ἐνυπνιάζειν φαίνονται οὐ μόνον ἄνθρωποι, ἀλλὰ καὶ ἵπποι καὶ κύνες, κτλ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 10, 2 κ. ἀλλ.: ― ὡσαύτως ἐν τῷ Μέσῳ τύπῳ, ἐνυπνιάζεσθαι θορυβώδεα Ἱππ. περὶ Ἀρχ. Ἰητρικ. 12, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 10, 9, κτλ.: παθ. μέλλ. -ασθήσομαι Ἑβδ. (Ἰωὴλ Β΄, 28): ἀόρ. -ασάμην καὶ -άσθην (Γεν. ΛΖ΄, 5. 6, 8). 2) = ὀνειρώττω, ἀκολουθία εἰς ἱερέα ἐνυπνιασθέντα Εὐχολόγ. σ. 892, κτλ.