ὁμαλίζω: Difference between revisions

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
(13_5)
(6_14)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0329.png Seite 329]] gleich, eben machen, Sp.; Xen. Oec. 18, 5 vom gleichmäßigen Ausdreschen oder Austreten des Getreides, ὁμαλιεῖται ὁ [[ἀλοητός]]; auch übertr., wie Arist. [[μᾶλλον]] γὰρ δεῖ τὰς ἐπιθυμίας ὁμαλίζειν ἢ τὰς οὐσίας, pol. 2, 7, 8. – Bei Sp., wie Theophr., auch intr., gleich, eben sein.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0329.png Seite 329]] gleich, eben machen, Sp.; Xen. Oec. 18, 5 vom gleichmäßigen Ausdreschen oder Austreten des Getreides, ὁμαλιεῖται ὁ [[ἀλοητός]]; auch übertr., wie Arist. [[μᾶλλον]] γὰρ δεῖ τὰς ἐπιθυμίας ὁμαλίζειν ἢ τὰς οὐσίας, pol. 2, 7, 8. – Bei Sp., wie Theophr., auch intr., gleich, eben sein.
}}
{{ls
|lstext='''ὁμᾰλίζω''': Ξεν., Ἀριστ.: μέλλ. -ίσω ἢ -ιῶ: ἀόρ. ὡμάλισα Ἑβδ. (Σειρὰχ ΚΑ΄, 11). - Παθ., πρκμ. ὡμάλισμαι, ἴδε κατωτ.: ἀόρ. ὡμαλίσθην Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 7, 3· μέλλ. ὁμαλισθήσομαι [[αὐτόθι]] 2. 6, 10 ἀλλὰ μέσ. μέλλ. ὁμαλιεῖται, ἐπὶ παθ. σημασ. Ξεν. Οἰκ. 18. 5: ([[ὁμαλός]]). Ποιῶ τι ὁμαλὸν ἢ ἐπίπεδον, ἰσοπεδῶ, τὴν γῆν Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 9, 8, πρβλ. Δαμόξενον ἐν «Συντρόφοις» 1. 50. - Παθ., ἐπὶ τοῦ ἁλωνίου, Ξεν. ἔνθ’ ἀνωτ.· - [[ἐντεῦθεν]] ῥημ. ἐπίθ. [[ὁμαλιστέον]], δεῖ ὁμαλίζειν, Γεωπ. 18. 2. 2) [[ὁμαλύνω]], ἰσῶ, ἐξισῶ, ὁμοιῶ, [[μᾶλλον]] δεῖ τὰς ἐπιθυμίας ὁμ. ἢ τὰς οὐσίας Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 7. 8, πρβλ. 20. - Παθ., διὰ τῆς κτήσεως ὡμαλισμένης [[αὐτόθι]] 2. 9, 17· ὁμαλισθῆναι εἰς τὸ αὐτὸ [[πλῆθος]] [[αὐτόθι]] 2. 6, 10· πόλεις ὡμαλισμέναι ὑπὸ τῶν συμφορῶν Ἰσοκρ. 90Β. ΙΙ. ἀμεταβ. εἶμαι ἢ [[διαμένω]] [[ἴσος]] ἢ [[δύναμαι]] νὰ ἐξισωθῶ, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 1. 12, Ἀθήν. 357Ε.
}}
}}

Revision as of 11:34, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμᾰλίζω Medium diacritics: ὁμαλίζω Low diacritics: ομαλίζω Capitals: ΟΜΑΛΙΖΩ
Transliteration A: homalízō Transliteration B: homalizō Transliteration C: omalizo Beta Code: o(mali/zw

English (LSJ)

X.Oec.18.5, Arist. (v. infr.) : fut.

   A -ιῶ LXXIs.45.2, -ίσω Sm.Jb.39.10 : aor. ὡμάλισα LXXIs.28.25 :—Pass., pf. ὡμάλισμαι (v. infr.) : aor. ὡμαλίσθην Arist.Pol.1266b3 : fut. ὁμαλισθήσομαι ib.1265a40 : fut. Med. ὁμαλιεῖται in pass. sense, X.Oec.18.5 : (ὁμαλός) :—make even or level, τὴν γῆν Thphr.CP5.9.8, cf. Damox. 2.50 :—Pass., X. l.c., IG22.380.10, PPetr.2p.43 (iii B.C.).    2 level, equalize, μᾶλλον δεῖ τὰς ἐπιθυμίας ὁ. ἢ τὰς οὐσίας Arist.Pol. 1266b30, cf. 1267b5 :—Pass., διὰ τῆς κτήσεως ὡμαλισμένης ib.1270a39 ; ὁμαλισθησομένη εἰς τὸ αὐτὸ πλῆθος ib.1265a40 ; πόλεις ὡμαλισμέναι ὑπὸ τῶν συμφορῶν Isoc.5.40, cf. 6.65.    3 reduce to a uniform mass, ρὰ σιτία καὶ τὸ ποτόν Diocl.Fr.141.    II intr., to be or remain equal or equable, maintain one's level, Thphr.CP5.1.12, Mnesith. ap. Ath.5.357e, Plb.29.26.2, Phld.Po.5.9.

German (Pape)

[Seite 329] gleich, eben machen, Sp.; Xen. Oec. 18, 5 vom gleichmäßigen Ausdreschen oder Austreten des Getreides, ὁμαλιεῖται ὁ ἀλοητός; auch übertr., wie Arist. μᾶλλον γὰρ δεῖ τὰς ἐπιθυμίας ὁμαλίζειν ἢ τὰς οὐσίας, pol. 2, 7, 8. – Bei Sp., wie Theophr., auch intr., gleich, eben sein.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμᾰλίζω: Ξεν., Ἀριστ.: μέλλ. -ίσω ἢ -ιῶ: ἀόρ. ὡμάλισα Ἑβδ. (Σειρὰχ ΚΑ΄, 11). - Παθ., πρκμ. ὡμάλισμαι, ἴδε κατωτ.: ἀόρ. ὡμαλίσθην Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 7, 3· μέλλ. ὁμαλισθήσομαι αὐτόθι 2. 6, 10 ἀλλὰ μέσ. μέλλ. ὁμαλιεῖται, ἐπὶ παθ. σημασ. Ξεν. Οἰκ. 18. 5: (ὁμαλός). Ποιῶ τι ὁμαλὸν ἢ ἐπίπεδον, ἰσοπεδῶ, τὴν γῆν Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 9, 8, πρβλ. Δαμόξενον ἐν «Συντρόφοις» 1. 50. - Παθ., ἐπὶ τοῦ ἁλωνίου, Ξεν. ἔνθ’ ἀνωτ.· - ἐντεῦθεν ῥημ. ἐπίθ. ὁμαλιστέον, δεῖ ὁμαλίζειν, Γεωπ. 18. 2. 2) ὁμαλύνω, ἰσῶ, ἐξισῶ, ὁμοιῶ, μᾶλλον δεῖ τὰς ἐπιθυμίας ὁμ. ἢ τὰς οὐσίας Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 7. 8, πρβλ. 20. - Παθ., διὰ τῆς κτήσεως ὡμαλισμένης αὐτόθι 2. 9, 17· ὁμαλισθῆναι εἰς τὸ αὐτὸ πλῆθος αὐτόθι 2. 6, 10· πόλεις ὡμαλισμέναι ὑπὸ τῶν συμφορῶν Ἰσοκρ. 90Β. ΙΙ. ἀμεταβ. εἶμαι ἢ διαμένω ἴσοςδύναμαι νὰ ἐξισωθῶ, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 1. 12, Ἀθήν. 357Ε.