ὑπεραλγέω: Difference between revisions

From LSJ

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα σαρκί χρώμενον → a human is a spirit furnished with flesh

Source
(13_4)
(6_1)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1190.png Seite 1190]] 1) sich betrüben, Schmerz empfinden über Etwas, τινός, Soph. Ant. 626; Ar. Av. 466; Bei Sp. auch c. acc., Luc. asin. 38. – 2) sich übermäßig betrüben; Eur. Med. 118; Heracl. 620; τινί, Her. 2, 129.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1190.png Seite 1190]] 1) sich betrüben, Schmerz empfinden über Etwas, τινός, Soph. Ant. 626; Ar. Av. 466; Bei Sp. auch c. acc., Luc. asin. 38. – 2) sich übermäßig betrüben; Eur. Med. 118; Heracl. 620; τινί, Her. 2, 129.
}}
{{ls
|lstext='''ὑπεραλγέω''': [[αἰσθάνομαι]] [[ἄλγος]] διά τι ἢ ἐξ αἰτίας τινός, ἀπάτας λεχέων ὑπεραλγῶν, θλιβόμενος διὰ τὴν ἀποτυχίαν τοῦ γάμου του, Σοφ. Ἀντ. 630, πρβλ. Εὐρ. Ἄλκ. 885, Ἱππόλ. 260, Ἀριστοφ. Ὄρν. 466. 2) θλίβομαι καθ’ ὑπερβολήν· τινι, διά τι [[πρᾶγμα]], Ἡρόδ. 2. 129, Ἀριστ. Ρητορ. 2. 3, 17· ἐπί τινι Λουκ. Ὄνος 38· - ἀπολ., Εὐρ. Μήδ. 118· ὑπεραλγεῖν ἀλγοῦντι παρόντα Ἀριστ. Ρητορ. 2. 6, 8· ὑπ. φροντίδα, θλίβομαι τὸν νοῦν, τὴν ψυχήν, Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 619.
}}
}}

Revision as of 09:36, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπεραλγέω Medium diacritics: ὑπεραλγέω Low diacritics: υπεραλγέω Capitals: ΥΠΕΡΑΛΓΕΩ
Transliteration A: hyperalgéō Transliteration B: hyperalgeō Transliteration C: yperalgeo Beta Code: u(peralge/w

English (LSJ)

   A feel pain for or because of, ἀπάτης S.Ant.630 (anap.), cf. E.Alc.883 (anap.), Hipp.260 (anap.), Ar.Av.466 (anap.).    2 grieve exceedingly, τινι αί a thing, Hdt.2.129, Arist.Rh.1380b33; ἐπί τινι Luc.Asin.38: abs., E.Med.118 (anap.); ὑπεραλγεῖν ἀλγοῦντι παρόντα Arist.Rh.1383b33; ὑ. φροντίδα in mind, E.Heracl.619 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1190] 1) sich betrüben, Schmerz empfinden über Etwas, τινός, Soph. Ant. 626; Ar. Av. 466; Bei Sp. auch c. acc., Luc. asin. 38. – 2) sich übermäßig betrüben; Eur. Med. 118; Heracl. 620; τινί, Her. 2, 129.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπεραλγέω: αἰσθάνομαι ἄλγος διά τι ἢ ἐξ αἰτίας τινός, ἀπάτας λεχέων ὑπεραλγῶν, θλιβόμενος διὰ τὴν ἀποτυχίαν τοῦ γάμου του, Σοφ. Ἀντ. 630, πρβλ. Εὐρ. Ἄλκ. 885, Ἱππόλ. 260, Ἀριστοφ. Ὄρν. 466. 2) θλίβομαι καθ’ ὑπερβολήν· τινι, διά τι πρᾶγμα, Ἡρόδ. 2. 129, Ἀριστ. Ρητορ. 2. 3, 17· ἐπί τινι Λουκ. Ὄνος 38· - ἀπολ., Εὐρ. Μήδ. 118· ὑπεραλγεῖν ἀλγοῦντι παρόντα Ἀριστ. Ρητορ. 2. 6, 8· ὑπ. φροντίδα, θλίβομαι τὸν νοῦν, τὴν ψυχήν, Εὐρ. Ἡρακλ. 619.