κατακολλάω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀεὶ ταῦτα οὕτως ἔχειν ἐχάλασαν → relaxed the strictness of the doctrine of perpetual strife

Source
(13_2)
(6_23)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1355.png Seite 1355]] verleimen, festleimen, u. übh. verbinden, zusammenfügen, Hippocr.; αἱ θύραι θυΐναις κατεκεκόλληντο σανίσι Callixen. bei Ath. V, 205 b; Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1355.png Seite 1355]] verleimen, festleimen, u. übh. verbinden, zusammenfügen, Hippocr.; αἱ θύραι θυΐναις κατεκεκόλληντο σανίσι Callixen. bei Ath. V, 205 b; Sp.
}}
{{ls
|lstext='''κατακολλάω''': κολλῶ ἐπί τινος, [[ποικίλλω]] ἐγκολλῶν, Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 205Β. 2) συγκολλῶ, Ἀριστ. Προβλ. 9. 1· [[συνδέω]] στενῶς, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 783.
}}
}}

Revision as of 11:04, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατακολλάω Medium diacritics: κατακολλάω Low diacritics: κατακολλάω Capitals: ΚΑΤΑΚΟΛΛΑΩ
Transliteration A: katakolláō Transliteration B: katakollaō Transliteration C: katakollao Beta Code: katakolla/w

English (LSJ)

   A glue or fasten upon, inlay, θύρας Χρυσῷ J.AJ8.3.3:— Pass., ὀθονίῳ . . κατακεκολλήσθω . . τὸ ξύλον Hp.Art.7; θύραι κατεκεκόλληντο σανίσιν Callix.1.    2 glue together, Arist.Pr.889b14.

German (Pape)

[Seite 1355] verleimen, festleimen, u. übh. verbinden, zusammenfügen, Hippocr.; αἱ θύραι θυΐναις κατεκεκόλληντο σανίσι Callixen. bei Ath. V, 205 b; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κατακολλάω: κολλῶ ἐπί τινος, ποικίλλω ἐγκολλῶν, Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 205Β. 2) συγκολλῶ, Ἀριστ. Προβλ. 9. 1· συνδέω στενῶς, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 783.