ἀσταφίς: Difference between revisions

From LSJ

Ψυχῆς νοσούσης ἐστὶ φάρμακον λόγος → Sermo medela est animi ad aegrimonias → Der kranken Seele Heilungsmittel ist das Wort

Menander, Monostichoi, 550
(13_3)
(6_12)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0374.png Seite 374]] ίδος, ἡ, = [[σταφίς]], mit euphon. α, Comic. u. a. D., z. B. Onest. 1 (V, 20), wie in Prosa, Plat. Lgg. VIII, 845 b; Xen. An. 4, 4, 9 u. Folgd.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0374.png Seite 374]] ίδος, ἡ, = [[σταφίς]], mit euphon. α, Comic. u. a. D., z. B. Onest. 1 (V, 20), wie in Prosa, Plat. Lgg. VIII, 845 b; Xen. An. 4, 4, 9 u. Folgd.
}}
{{ls
|lstext='''ἀστᾰφίς''': -ίδος, ἡ, ὡς περιληπτικὸν [[ὄνομα]], ἀπεξηραμμέναι σταφυλαί, Ἄλεξ. ἐν «Λέβητι» 2, κτλ.· οὕτω καὶ κατὰ πληθ., ἡ Ρόδος ἀσταφίδας φέρει Ἕρμιππ. ἐν «Φορμοφόροις» 1. 16· [[χρήσιμος]] πρὸς πάχυνσιν κτηνῶν, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 7, 1· ἀσταφίδος [[οἶνος]], ὁ ἐκ σταφίδος παρεσκευασμένος, «σταφιδίτης», Πλάτ. Νόμ. 845Β· γράφεται [[προσέτι]] καὶ [[ὀσταφίς]], Νικοφῶν ἐν «Χειρογάστορσιν» 7· [[ὡσαύτως]] καὶ σταφὶς Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 395, θεόκρ. 27. 9, κτλ. (σταφὶς φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] ὁ ῥιζικὸς [[τύπος]]· τὸ δὲ α ἢ ο προθεματικὰ φωνήεντα πρὸς εὐφωνίαν, πρβλ. [[ἀστακός]], ἄσταχυς· ἡ σταφηλὴ φαίνετα οὖσα τῆς αὐτῆς ῥίζης).
}}
}}

Revision as of 10:57, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀστᾰφίς Medium diacritics: ἀσταφίς Low diacritics: ασταφίς Capitals: ΑΣΤΑΦΙΣ
Transliteration A: astaphís Transliteration B: astaphis Transliteration C: astafis Beta Code: a)stafi/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, sg. as collect. noun,

   A dried grapes, raisins, IG5(1).1.13 (Tegea, v B.C.), Hdt.2.40, Alex.127.4, etc.: pl., ἡ Ῥόδος ἀσταφίδας [παρέχει] Hermipp.63.16, cf. X.An.4.4.9, Arist.HA595b10; ἀσταφίδος οἶνος raisin-wine, Pl.Lg.845b: ὀστᾰφίς, v.l. ap.Phot. as in Cratin.121 (pl.), Nicopho 21; στᾰφίς, Hp.Acut.64, Theoc.27.9, etc.    II = σταφὶς ἀγρία, Ps.-Dsc.4.152, Gal.11.842, Plin.HN23.17. (ἀσταφίς is prob. by assimilation from ὀσταφίς; cf. ἀστακός.)

German (Pape)

[Seite 374] ίδος, ἡ, = σταφίς, mit euphon. α, Comic. u. a. D., z. B. Onest. 1 (V, 20), wie in Prosa, Plat. Lgg. VIII, 845 b; Xen. An. 4, 4, 9 u. Folgd.

Greek (Liddell-Scott)

ἀστᾰφίς: -ίδος, ἡ, ὡς περιληπτικὸν ὄνομα, ἀπεξηραμμέναι σταφυλαί, Ἄλεξ. ἐν «Λέβητι» 2, κτλ.· οὕτω καὶ κατὰ πληθ., ἡ Ρόδος ἀσταφίδας φέρει Ἕρμιππ. ἐν «Φορμοφόροις» 1. 16· χρήσιμος πρὸς πάχυνσιν κτηνῶν, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 7, 1· ἀσταφίδος οἶνος, ὁ ἐκ σταφίδος παρεσκευασμένος, «σταφιδίτης», Πλάτ. Νόμ. 845Β· γράφεται προσέτι καὶ ὀσταφίς, Νικοφῶν ἐν «Χειρογάστορσιν» 7· ὡσαύτως καὶ σταφὶς Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 395, θεόκρ. 27. 9, κτλ. (σταφὶς φαίνεται ὅτι εἶναι ὁ ῥιζικὸς τύπος· τὸ δὲ α ἢ ο προθεματικὰ φωνήεντα πρὸς εὐφωνίαν, πρβλ. ἀστακός, ἄσταχυς· ἡ σταφηλὴ φαίνετα οὖσα τῆς αὐτῆς ῥίζης).