ἀποκναίω: Difference between revisions

From LSJ

θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things

Source
(13_4)
(6_5)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0307.png Seite 307]] ab-, aufreiben; übh. beschwerlich fallen, quälen, ἑαυτόν Plat. Rep. III, 406 b; vgl. Dem. 21, 153; neben [[θλίβω]] Plut. Alc. 25; χρημάτων εἰσφοραῖς καὶ λῃστείαις ἀποκναιόμενοι Xen. Hell. 6, 2, 1; öfter bei Sp., z. B. Luc. Nigr. 8 Liban. progymn. myth. 2.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0307.png Seite 307]] ab-, aufreiben; übh. beschwerlich fallen, quälen, ἑαυτόν Plat. Rep. III, 406 b; vgl. Dem. 21, 153; neben [[θλίβω]] Plut. Alc. 25; χρημάτων εἰσφοραῖς καὶ λῃστείαις ἀποκναιόμενοι Xen. Hell. 6, 2, 1; öfter bei Sp., z. B. Luc. Nigr. 8 Liban. progymn. myth. 2.
}}
{{ls
|lstext='''ἀποκναίω''': Ἀττ. -[[κνάω]], ἀπαρ. -κνᾶν, Πλάτ. Φίλ. 26Β: ― ἀόρ. -έκναισα ὁ αὐτ. Πολ. 406Β: - [[ἀποξέω]], ἢ [[ἀποτρίβω]], τι Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 9. ΙΙ. ἀποκν. τινά, ταράττω τινά, ἐνοχλῶ τινα, παρενοχλῶ [[ὑπὲρ]] τὸ [[δέον]], Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1087, Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ.· σύ μ’ ἀποκναίεις περιπατῶν Μένανδ. ἐν «Μισουμένῳ» 10· ἀποκναίει γὰρ ἀηδίᾳ [[δήπου]] καὶ ἀναισθησίᾳ Δημ. 564. 12, Θεοφρ. Χαρ. 7, πρβλ. Διον. Ἁλ. περὶ Δημ. 20: - Παθ. φθείρομαι, καταστρέφομαι, ἀφανίζομαι, Πλάτ. Πολ. 406Β· εἰσφοραῖς Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 1: ἴδε Ρουγκ. Τίμ.
}}
}}

Revision as of 09:13, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποκναίω Medium diacritics: ἀποκναίω Low diacritics: αποκναίω Capitals: ΑΠΟΚΝΑΙΩ
Transliteration A: apoknaíō Transliteration B: apoknaiō Transliteration C: apoknaio Beta Code: a)poknai/w

English (LSJ)

Att. ἀπο-κνάω, inf. -κνᾶν dub. l. Pl.Phlb.26b: aor.

   A -έκναισα Id.R.406b:— scrape, rub off, τι Antiph.245:—Med., Hsch.    II ἀ. τινά wear one out, worry to death, Ar.Ec.1087, Pl.ll.cc., f.l. in Thphr.Char.7.4; σύ μ' ἀποκναίεις περιπατῶν Men.341; ἀποκναίει γὰρ ἀηδίᾳ δήπου καὶ ἀναισθησίᾳ D.21.153, cf. D.H.Dem.20:—Pass., to be worn out, Pl.R. 406b; εἰσφοραῖς X.HG6.2.1.

German (Pape)

[Seite 307] ab-, aufreiben; übh. beschwerlich fallen, quälen, ἑαυτόν Plat. Rep. III, 406 b; vgl. Dem. 21, 153; neben θλίβω Plut. Alc. 25; χρημάτων εἰσφοραῖς καὶ λῃστείαις ἀποκναιόμενοι Xen. Hell. 6, 2, 1; öfter bei Sp., z. B. Luc. Nigr. 8 Liban. progymn. myth. 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποκναίω: Ἀττ. -κνάω, ἀπαρ. -κνᾶν, Πλάτ. Φίλ. 26Β: ― ἀόρ. -έκναισα ὁ αὐτ. Πολ. 406Β: - ἀποξέω, ἢ ἀποτρίβω, τι Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 9. ΙΙ. ἀποκν. τινά, ταράττω τινά, ἐνοχλῶ τινα, παρενοχλῶ ὑπὲρ τὸ δέον, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1087, Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ.· σύ μ’ ἀποκναίεις περιπατῶν Μένανδ. ἐν «Μισουμένῳ» 10· ἀποκναίει γὰρ ἀηδίᾳ δήπου καὶ ἀναισθησίᾳ Δημ. 564. 12, Θεοφρ. Χαρ. 7, πρβλ. Διον. Ἁλ. περὶ Δημ. 20: - Παθ. φθείρομαι, καταστρέφομαι, ἀφανίζομαι, Πλάτ. Πολ. 406Β· εἰσφοραῖς Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 1: ἴδε Ρουγκ. Τίμ.