δρόμων: Difference between revisions

From LSJ

πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart

Menander, Monostichoi, 227
(c2)
(6_22)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0668.png Seite 668]] ωνος, ὁ, der Läufer, – a) eine Art Seekrebs, Hesych., vgl. [[δρομίας]]. – b) ein Schiff, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0668.png Seite 668]] ωνος, ὁ, der Läufer, – a) eine Art Seekrebs, Hesych., vgl. [[δρομίας]]. – b) ein Schiff, Sp.
}}
{{ls
|lstext='''δρόμων''': -ωνος, ὁ, ἐλαφρὸν ποιλάριον, ταχυναυτούσας ὁλκάδας, ἃς δρόμωνας εἴωθεν ὀνομάζειν τὸ [[πλῆθος]] Θεοφύλακτ. Σιμοκ. Ἱστορ. σ. 178, Βυζ. ΙΙ. εἶδός τι καρκίνου, ὡς ὁ [[δρομίας]], Ἡσύχ.
}}
}}

Revision as of 11:09, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δρόμων Medium diacritics: δρόμων Low diacritics: δρόμων Capitals: ΔΡΟΜΩΝ
Transliteration A: drómōn Transliteration B: dromōn Transliteration C: dromon Beta Code: dro/mwn

English (LSJ)

ωνος, ὁ,

   A a light vessel, Procop.Vand.1.11, Lyd.Mag.2.14, etc.    II = δρομίας 11, Hsch.

German (Pape)

[Seite 668] ωνος, ὁ, der Läufer, – a) eine Art Seekrebs, Hesych., vgl. δρομίας. – b) ein Schiff, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δρόμων: -ωνος, ὁ, ἐλαφρὸν ποιλάριον, ταχυναυτούσας ὁλκάδας, ἃς δρόμωνας εἴωθεν ὀνομάζειν τὸ πλῆθος Θεοφύλακτ. Σιμοκ. Ἱστορ. σ. 178, Βυζ. ΙΙ. εἶδός τι καρκίνου, ὡς ὁ δρομίας, Ἡσύχ.