σπαθίζω: Difference between revisions
ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat
(13_1) |
(6_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0915.png Seite 915]] mit der Spatel umrühren od. aufstreichen; med. sich mit der Spatel Salbe aufstreichen, sich salben, Hesych. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0915.png Seite 915]] mit der Spatel umrühren od. aufstreichen; med. sich mit der Spatel Salbe aufstreichen, sich salben, Hesych. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''σπᾰθίζω''': ([[σπάθη]] 2) ἐξαπλώνω διὰ πλατέος κοχλιαρίου, [[ἀλείφω]], [[χρίω]], Νικόλ. Μυρεψ. - Μέσ., [[συνηθίζω]] νὰ χρίωμαι, «μύρῳ ἀλείφεσθαι» Ἡσύχ. 2) ([[σπάθη]] 5) [[παίζω]] τὴν σπάθην, [[κάμνω]] ξιφασκίαν, διάφ. γραφ. παρὰ Κρρατίν. ἐν «Τροφωνίῶ» 4· - πλήττω διὰ τοῦ ξίφους, Νικήτ. Εὐγεν. ΙΙ. = [[σπαθάω]] ΙΙ, σπαταλῶ, Βυζ. - Παθ., καταστρέφομαι, Ἰω. Λυδ. π. Ἀρχ. Πολιτικ. 2. 1. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:07, 5 August 2017
English (LSJ)
(
A σπάθη 2) stir with a spatula, ἰατρικῶς Ps.-Democr. Alch.p.56 B.:—Pass., Orib.Fr.85:—Med., use one in anointing oneself, Hsch. 2 (σπάθη 5) play with the sword, v.l. in Cratin.219. II = σπαθάω 11, in Pass., to be squandered, i.e. destroyed, Ly d.Mag.2.1.
German (Pape)
[Seite 915] mit der Spatel umrühren od. aufstreichen; med. sich mit der Spatel Salbe aufstreichen, sich salben, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
σπᾰθίζω: (σπάθη 2) ἐξαπλώνω διὰ πλατέος κοχλιαρίου, ἀλείφω, χρίω, Νικόλ. Μυρεψ. - Μέσ., συνηθίζω νὰ χρίωμαι, «μύρῳ ἀλείφεσθαι» Ἡσύχ. 2) (σπάθη 5) παίζω τὴν σπάθην, κάμνω ξιφασκίαν, διάφ. γραφ. παρὰ Κρρατίν. ἐν «Τροφωνίῶ» 4· - πλήττω διὰ τοῦ ξίφους, Νικήτ. Εὐγεν. ΙΙ. = σπαθάω ΙΙ, σπαταλῶ, Βυζ. - Παθ., καταστρέφομαι, Ἰω. Λυδ. π. Ἀρχ. Πολιτικ. 2. 1.