μύρσινος: Difference between revisions

From LSJ

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277
(c2)
(6_14)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0222.png Seite 222]] = [[μύῤῥινος]]; πτόρθοι, Eur. Alc. 170; [[ὄζος]], Callim. H. Dian. 203.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0222.png Seite 222]] = [[μύῤῥινος]]; πτόρθοι, Eur. Alc. 170; [[ὄζος]], Callim. H. Dian. 203.
}}
{{ls
|lstext='''μύρσῐνος''': μεταγεν. Ἀττ. [[μύρρινος]], -η, -ον, = [[μύρτινος]], ὁ ἐκ μύρτου, Λατ. myrteus, Καλλ. εἰς Ἄρτεμ. 202˙ - ὡς οὐσιαστ., = [[μύρτος]], Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 3, 3. ΙΙ. τὸ μύρρινον, τὸ κατώτερον [[μέρος]] τοῦ ἀνδρικοῦ αἰδοίου, Ἀριστοφ. Ἱππ. 964.
}}
}}

Revision as of 10:51, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μύρσῐνος Medium diacritics: μύρσινος Low diacritics: μύρσινος Capitals: ΜΥΡΣΙΝΟΣ
Transliteration A: mýrsinos Transliteration B: myrsinos Transliteration C: myrsinos Beta Code: mu/rsinos

English (LSJ)

Att. μύρρῐνος, η, ον,

   A = μύρτινος, of myrtle, [μύρον] Thphr.Od.27; ὄζος Call.Dian.202; ἔλαιον Androm. ap. Gal.13.687, al., cf. PPetr.2p.114 (iii B. C.).    II Subst. μύρρινος, ὁ, = μυρσίνη 1.1, Thphr.HP1.3.3, al.    2 μυρσίνη (with or without σμίλη), ἡ, convex scalpel, Gal.2.477, al.    3 μύρρινον, τό, upper part of membrum virile, Ar.Eq.964.

German (Pape)

[Seite 222] = μύῤῥινος; πτόρθοι, Eur. Alc. 170; ὄζος, Callim. H. Dian. 203.

Greek (Liddell-Scott)

μύρσῐνος: μεταγεν. Ἀττ. μύρρινος, -η, -ον, = μύρτινος, ὁ ἐκ μύρτου, Λατ. myrteus, Καλλ. εἰς Ἄρτεμ. 202˙ - ὡς οὐσιαστ., = μύρτος, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 3, 3. ΙΙ. τὸ μύρρινον, τὸ κατώτερον μέρος τοῦ ἀνδρικοῦ αἰδοίου, Ἀριστοφ. Ἱππ. 964.