ἐπιμαρτυρέω: Difference between revisions
Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab
(13_5) |
(6_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0960.png Seite 960]] Zeuge wobei sein, Etwas durch sein Zeugniß bestätigen, bezeugen, εἰ ἡμῖν ἐπιμαρτυρήσει αὐτὰ τὰ ὀνόματα μὴ κεῖσθαι Plat. Crat. 397 a; Ggstz [[ἀντιμαρτυρέω]], Sext. Emp. adv. math. 7, 211; oft Plut., τί, Lys. 22; absol., Nic. 6; vgl. App. Syr. 41. – Med. = [[ἐπιμαρτύρομαι]], Λακεδαιμονίοισι ἐπεμαρτυρέοντο μὴ ποιέειν Her. 5, 93. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0960.png Seite 960]] Zeuge wobei sein, Etwas durch sein Zeugniß bestätigen, bezeugen, εἰ ἡμῖν ἐπιμαρτυρήσει αὐτὰ τὰ ὀνόματα μὴ κεῖσθαι Plat. Crat. 397 a; Ggstz [[ἀντιμαρτυρέω]], Sext. Emp. adv. math. 7, 211; oft Plut., τί, Lys. 22; absol., Nic. 6; vgl. App. Syr. 41. – Med. = [[ἐπιμαρτύρομαι]], Λακεδαιμονίοισι ἐπεμαρτυρέοντο μὴ ποιέειν Her. 5, 93. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἐπιμαρτυρέω''': [[φέρω]] μαρτυρίαν [[περί]] τινος πράγματος, ἐπιβεβαιῶ, εἰ ἡμῖν ἐπιμαρτυρήσει αὐτὰ τὰ ὀνόματα μὴ [[πάνυ]] ἀπὸ τοῦ αὐτομάτου κεῖσθαι Πλάτ. Κρατ. 397Α· ἐπ. τι [[πρός]] τινα Πλουτ. Λύσανδ. 22· τὰ χρήματα ἅ κα ἐπιμαρτυρήσωντι, ὧν ἂν ἐπιμαρτυρήσωσι τὴν κατοχήν, Ἡρακλεωτ. Πίνακ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 156· μετ’ ἀπαρ., Πλουτ. Σερτώρ. 12· ὅτι... Λουκ. Ἀλέξ. 42· ἀπολ., Πλουτ. Νικ. 6. - Παθ., ἐπιβεβαιοῦμαι διὰ μαρτυρίας, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 7. 211. ΙΙ. ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, [[ἐξορκίζω]] τινὰ νά..., Λακεδαιμονίοισί τε ἐπεμαρτυρέοντο, μὴ ποιέειν μηδὲν νεώτερον περὶ πόλιν Ἑλλάδα Ἡρόδ. 5. 93· πρβλ. [[ἐπιμαρτύρομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:09, 5 August 2017
English (LSJ)
A bear witness to a thing, depose to, ἐ. ἡμῖν τὰ ὀνόματα μὴ . . κεῖσθαι Pl.Cra.397a; ἐ. τι πρός τινας Plu.Lys.22; τὰ χρήματα ἅ κα ἐπιμαρτυρήσωντι of which they admit the possession, Tab.Heracl. 1.156: c. inf., τῶν πραγμάτων -ούντων τὴν δύναμιν αὐξάνεσθαι Plu. Sert.12, cf. 1 Ep.Pet.5.12; ὅτι . . Luc.Alex.42: abs., Plu.Nic.6:— Pass., to be confirmed by evidence, S.E.M.7.211, Polystr.p.31 W. 2. bear witness in favour of, τινί Phld.Oec.p.57J. II. Astrol., support by aspect, Vett.Val.111.31, PMag.Leid.W.24.16 (ii/iii A.D.). III. in Med., adjure, τισὶ μὴ ποιέειν τι Hdt.5.93 (as v.l. for ἐπιμαρτύρομαι).
German (Pape)
[Seite 960] Zeuge wobei sein, Etwas durch sein Zeugniß bestätigen, bezeugen, εἰ ἡμῖν ἐπιμαρτυρήσει αὐτὰ τὰ ὀνόματα μὴ κεῖσθαι Plat. Crat. 397 a; Ggstz ἀντιμαρτυρέω, Sext. Emp. adv. math. 7, 211; oft Plut., τί, Lys. 22; absol., Nic. 6; vgl. App. Syr. 41. – Med. = ἐπιμαρτύρομαι, Λακεδαιμονίοισι ἐπεμαρτυρέοντο μὴ ποιέειν Her. 5, 93.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιμαρτυρέω: φέρω μαρτυρίαν περί τινος πράγματος, ἐπιβεβαιῶ, εἰ ἡμῖν ἐπιμαρτυρήσει αὐτὰ τὰ ὀνόματα μὴ πάνυ ἀπὸ τοῦ αὐτομάτου κεῖσθαι Πλάτ. Κρατ. 397Α· ἐπ. τι πρός τινα Πλουτ. Λύσανδ. 22· τὰ χρήματα ἅ κα ἐπιμαρτυρήσωντι, ὧν ἂν ἐπιμαρτυρήσωσι τὴν κατοχήν, Ἡρακλεωτ. Πίνακ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 156· μετ’ ἀπαρ., Πλουτ. Σερτώρ. 12· ὅτι... Λουκ. Ἀλέξ. 42· ἀπολ., Πλουτ. Νικ. 6. - Παθ., ἐπιβεβαιοῦμαι διὰ μαρτυρίας, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 7. 211. ΙΙ. ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἐξορκίζω τινὰ νά..., Λακεδαιμονίοισί τε ἐπεμαρτυρέοντο, μὴ ποιέειν μηδὲν νεώτερον περὶ πόλιν Ἑλλάδα Ἡρόδ. 5. 93· πρβλ. ἐπιμαρτύρομαι.