κατακράζω: Difference between revisions

From LSJ

τὰ ὑπὸ ἐμοῦ διδόμενα τεθήσεται ἐν τῷ ἱερῷ → what I give will be put in the temple

Source
(c2)
(6_13a)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1356.png Seite 1356]] (s. [[κράζω]]), nieder-, überschreien, τινά, κατακεκράξομαί σε κράζων Ar. Equ. 287.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1356.png Seite 1356]] (s. [[κράζω]]), nieder-, überschreien, τινά, κατακεκράξομαί σε κράζων Ar. Equ. 287.
}}
{{ls
|lstext='''κατακράζω''': μέλλ. -κεκράξομαι, διὰ κραυγῶν [[καταβάλλω]], ὑπερτερῶ ἐν τῷ κράζειν, κατακεκράξομαί σε κράζων Ἀριστοφ. Ἱππ. 287, πρβλ., καταβοῶ τινα [[αὐτόθι]] 6. 2) [[μετὰ]] γεν., κατέκραζε τὸ [[πλῆθος]] Ἰωάννου Ἰω. Μαλ. 475, 3. 3) διὰ τῶν κραυγῶν ἐκκωφῶ, «ξεκωφαίνω», ψάλλειν οὐ κατακράζειν Εὐστ.
}}
}}

Revision as of 09:45, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατακράζω Medium diacritics: κατακράζω Low diacritics: κατακράζω Capitals: ΚΑΤΑΚΡΑΖΩ
Transliteration A: katakrázō Transliteration B: katakrazō Transliteration C: katakrazo Beta Code: katakra/zw

English (LSJ)

fut. -κεκράξομαι,

   A cry down, outdo in crying, Ar.Eq.287.

German (Pape)

[Seite 1356] (s. κράζω), nieder-, überschreien, τινά, κατακεκράξομαί σε κράζων Ar. Equ. 287.

Greek (Liddell-Scott)

κατακράζω: μέλλ. -κεκράξομαι, διὰ κραυγῶν καταβάλλω, ὑπερτερῶ ἐν τῷ κράζειν, κατακεκράξομαί σε κράζων Ἀριστοφ. Ἱππ. 287, πρβλ., καταβοῶ τινα αὐτόθι 6. 2) μετὰ γεν., κατέκραζε τὸ πλῆθος Ἰωάννου Ἰω. Μαλ. 475, 3. 3) διὰ τῶν κραυγῶν ἐκκωφῶ, «ξεκωφαίνω», ψάλλειν οὐ κατακράζειν Εὐστ.