ἰγνύα: Difference between revisions
γεγόναμεν γὰρ πρὸς συνεργίαν ὡς πόδες, ὡς χεῖρες, ὡς βλέφαρα, ὡς οἱ στοῖχοι τῶν ἄνω καὶ κάτω ὀδόντων. τὸ οὖν ἀντιπράσσειν ἀλλήλοις παρὰ φύσιν → we are all made for mutual assistance, as the feet, the hands, and the eyelids, as the rows of the upper and under teeth, from whence it follows that clashing and opposition is perfectly unnatural
(13_4) |
(6_23) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1235.png Seite 1235]] u. ἰγνύη, ἡ, Kniekehle, Il. 13, 212 u. Sp., wie Strat. 18 (XII, 176) Ep. ad. 269 (Plan. 253); ἰγνυῶν [[ὑφαίρεσις]], das Beinstellen beim Ringen durch einen Stoß in die Kniekehle, vgl. Il. 23, 726. – Auch in Prosa, Arist. H. A. 1, 14 u. öfter, u. Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1235.png Seite 1235]] u. ἰγνύη, ἡ, Kniekehle, Il. 13, 212 u. Sp., wie Strat. 18 (XII, 176) Ep. ad. 269 (Plan. 253); ἰγνυῶν [[ὑφαίρεσις]], das Beinstellen beim Ringen durch einen Stoß in die Kniekehle, vgl. Il. 23, 726. – Auch in Prosa, Arist. H. A. 1, 14 u. öfter, u. Sp. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἰγνύᾱ''': Ἰων. ἰγνύη ῠ, ἡ, τὸ τοῦ γόνατος [[ὄπισθεν]] [[μέρος]], ὁ ὑπὸ τὸ γόνυ [[τόπος]], Λατ. poples, κατ’ ἰγνύην βεβλημένος «ἰγνύην, ἀγκύλην. ἢ τὸ [[ὄπισθεν]] τοῦ γόνατος» (Σχολ.), Ἰλ. Ν. 212˙ παρ’ ἰγνύῃσιν ἕλιξε κέρκον Θεόκρ. 25. 242, πρβλ. Ἀνθ. Π. 12. 176, Πλαν. 4. 253˙ [[ὡσαύτως]] παρὰ πεζολόγοις, Ἱππ. π. Ἀγμ. 761˙ τὸ [[μόριον]] τὸ τῆς ἅλσεως κύριον (καλεῖται δὲ τοῦτο [[ἰγνύα]]) Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 5, 4˙ περὶ τὴν ἰγνύαν Πλουτ. Ἀρτοξ. 11. - Ἐξ ὀνομ. ἰγνύς, ύος, ἡ, εὑρίσκομεν δοτ. πληθ. ἰγνύσι Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 152˙ αἰτ. ἰγνὺν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 15, 5 (διάφ. γρ. -ύην), ἀλλ’ ἰγνύαν Θεόκρ. 26. 17˙ γεν. πληθ. ἰγνύων Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 3, 1˙ αἰτ. ἰγνύας ([[ὅπερ]] δύναται νὰ ἀνήκῃ εἰς ἑκάτερον τύπον), [[αὐτόθι]] 3. 4 13. ῡ ἐν ἰγνύη, ἴδε τὰ ἀνωτέρω χωρία˙ ἀλλὰ ῠ ἐν ἰγνύσι καὶ [[ἰγνύα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:40, 5 August 2017
English (LSJ)
Ion. ἰγνύη, ἡ,
A the part behind the thigh and knee, ham, κατ' ἰγνύην βεβλημένος Il.13.212; παρ' ἰγνύῃσιν ἕλιξε κέρκον Theoc.25.242, cf. 26.17, AP12.176 (Strat.), APl.4.253: also in Prose, Hp.Fract.13, Ruf.Onom.121; τὸ μόριον τὸ τῆς ἅλσεως κύριον (καλεῖται δὲ τοῦτο ἰγνύα) Arist.HA515b8: acc. sg. ἰγνύαν Phld.Acad.Ind.p.50 M.; περὶ τὴν ἰγνύαν Plu.Art.11: dat. pl. ἰγνύαις LXX 3 Ki.18.21, Luc.VH1.23. —From a nom. ἰγνύς, ύος, ἡ, we find dat. pl. ἰγνύσι h.Merc.152, v.l. in Luc. l.c.: acc. ἰγνύν Arist.HA494a8 (v.l. -ύην), Agatharch.53; dat. ἰγνύι Gal.10.902: gen. pl. ἰγνύων Arist.HA512b22, Herod.1.14: acc. pl. ἰγνύας is indeterminate, Plu.Galb.26. [ῡ in ἰγνύη, v. ll.cc.; but ῠ in ἰγνύων, ἰγνύσι.]
German (Pape)
[Seite 1235] u. ἰγνύη, ἡ, Kniekehle, Il. 13, 212 u. Sp., wie Strat. 18 (XII, 176) Ep. ad. 269 (Plan. 253); ἰγνυῶν ὑφαίρεσις, das Beinstellen beim Ringen durch einen Stoß in die Kniekehle, vgl. Il. 23, 726. – Auch in Prosa, Arist. H. A. 1, 14 u. öfter, u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἰγνύᾱ: Ἰων. ἰγνύη ῠ, ἡ, τὸ τοῦ γόνατος ὄπισθεν μέρος, ὁ ὑπὸ τὸ γόνυ τόπος, Λατ. poples, κατ’ ἰγνύην βεβλημένος «ἰγνύην, ἀγκύλην. ἢ τὸ ὄπισθεν τοῦ γόνατος» (Σχολ.), Ἰλ. Ν. 212˙ παρ’ ἰγνύῃσιν ἕλιξε κέρκον Θεόκρ. 25. 242, πρβλ. Ἀνθ. Π. 12. 176, Πλαν. 4. 253˙ ὡσαύτως παρὰ πεζολόγοις, Ἱππ. π. Ἀγμ. 761˙ τὸ μόριον τὸ τῆς ἅλσεως κύριον (καλεῖται δὲ τοῦτο ἰγνύα) Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 5, 4˙ περὶ τὴν ἰγνύαν Πλουτ. Ἀρτοξ. 11. - Ἐξ ὀνομ. ἰγνύς, ύος, ἡ, εὑρίσκομεν δοτ. πληθ. ἰγνύσι Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 152˙ αἰτ. ἰγνὺν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 15, 5 (διάφ. γρ. -ύην), ἀλλ’ ἰγνύαν Θεόκρ. 26. 17˙ γεν. πληθ. ἰγνύων Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 3, 1˙ αἰτ. ἰγνύας (ὅπερ δύναται νὰ ἀνήκῃ εἰς ἑκάτερον τύπον), αὐτόθι 3. 4 13. ῡ ἐν ἰγνύη, ἴδε τὰ ἀνωτέρω χωρία˙ ἀλλὰ ῠ ἐν ἰγνύσι καὶ ἰγνύα.