στρόφαλος: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ποταμοὺς τινας διαβάντες ἐν μεγίστῃ παρεγινόμεθα κώμῃ → and having crossed some rivers we reached a very large village
(13_1) |
(6_14) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0956.png Seite 956]] ὁ, ein Kreisel, [[Ἑκατικός]], Zauber. kreisel, -rad, Sp. – Eine Art Kurbel an ciner Wurf. maschine, Nicet. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0956.png Seite 956]] ὁ, ein Kreisel, [[Ἑκατικός]], Zauber. kreisel, -rad, Sp. – Eine Art Kurbel an ciner Wurf. maschine, Nicet. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''στρόφᾰλος''': ὁ, [[στρόβιλος]], [[πρᾶγμα]] περιστρεφόμενον, στρ. Ἑκατικός, [[στρόβιλος]] ἢ τροχὸς ἐν χρήσει κατὰ τὰς γοητείας ἢ μαγείας, Σχόλ. εἰς Συνέσ. 361D. ΙΙ. κεκαμμένη λαβὴ ἢ «χεροῦλι» καταπέλτου, «ῥοδάνι», Νικήτ. Χρον. 88Β, κτλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:35, 5 August 2017
English (LSJ)
ὁ,=
A ῥόμβος A. 1 or 2a, used in magic, Marin.Procl.28.
German (Pape)
[Seite 956] ὁ, ein Kreisel, Ἑκατικός, Zauber. kreisel, -rad, Sp. – Eine Art Kurbel an ciner Wurf. maschine, Nicet.
Greek (Liddell-Scott)
στρόφᾰλος: ὁ, στρόβιλος, πρᾶγμα περιστρεφόμενον, στρ. Ἑκατικός, στρόβιλος ἢ τροχὸς ἐν χρήσει κατὰ τὰς γοητείας ἢ μαγείας, Σχόλ. εἰς Συνέσ. 361D. ΙΙ. κεκαμμένη λαβὴ ἢ «χεροῦλι» καταπέλτου, «ῥοδάνι», Νικήτ. Χρον. 88Β, κτλ.