ἐλεφαντίασις: Difference between revisions

From LSJ

ἀγωνίζεσθαι, ἐπιζητεῖν, εὑρίσκειν καί μή εἴκειν → to strive, to seek, to find, and not to yield (Tennyson, Ulysses)  

Source
(13_1)
(6_8)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0796.png Seite 796]] ἡ, eine schlimme Art Aussatz, von der Aehnlichkeit mit der Elephantenhaut, Plut. Symp. 8, 9, 1 u. Medic.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0796.png Seite 796]] ἡ, eine schlimme Art Aussatz, von der Aehnlichkeit mit der Elephantenhaut, Plut. Symp. 8, 9, 1 u. Medic.
}}
{{ls
|lstext='''ἐλεφαντίασις''': -εως, ἡ, [[εἶδος]] νόσου τοῦ δέρματος, [[εἶδος]] λέπρας, ἰδίως ἐν Αἰγύπτῳ, καλεῖται δὲ [[οὕτως]] ἐκ τῆς ὁμοιότητος αὐτῆς πρὸς τὸ δέρμα ἐλέφαντος, Πλούτ. 2. 731Α κἑξ., Ἀρετ. Χρον. Παθ. 2. 13· ― [[ὡσαύτως]], ἐλεφαντιασμός, ὁ, Ἐτυμολ. Μ. 561. 4: ― ἐλεφαντιάω, [[ὑποφέρω]] ἐξ ἐλεφαντιάσεως, Διοσκ. 1. 105, Προκλ. παράφρ. Πτολ. σ. 214.
}}
}}

Revision as of 11:10, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλεφαντίᾱσις Medium diacritics: ἐλεφαντίασις Low diacritics: ελεφαντίασις Capitals: ΕΛΕΦΑΝΤΙΑΣΙΣ
Transliteration A: elephantíasis Transliteration B: elephantiasis Transliteration C: elefantiasis Beta Code: e)lefanti/asis

English (LSJ)

εως, ἡ, the disease

   A elephantiasis, Cels.3.25, Dsc.2.70.3, Plu.2.731a.

German (Pape)

[Seite 796] ἡ, eine schlimme Art Aussatz, von der Aehnlichkeit mit der Elephantenhaut, Plut. Symp. 8, 9, 1 u. Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλεφαντίασις: -εως, ἡ, εἶδος νόσου τοῦ δέρματος, εἶδος λέπρας, ἰδίως ἐν Αἰγύπτῳ, καλεῖται δὲ οὕτως ἐκ τῆς ὁμοιότητος αὐτῆς πρὸς τὸ δέρμα ἐλέφαντος, Πλούτ. 2. 731Α κἑξ., Ἀρετ. Χρον. Παθ. 2. 13· ― ὡσαύτως, ἐλεφαντιασμός, ὁ, Ἐτυμολ. Μ. 561. 4: ― ἐλεφαντιάω, ὑποφέρω ἐξ ἐλεφαντιάσεως, Διοσκ. 1. 105, Προκλ. παράφρ. Πτολ. σ. 214.