φυλία: Difference between revisions

From LSJ

εἰς τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain

Source
(13_1)
(6_9)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1314.png Seite 1314]] ἡ, der wilde Oelbaum, Od. 5, 477, sonst [[κότινος]]. Ammonius nimmt es für den Mastirstrauch, [[σχῖνος]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1314.png Seite 1314]] ἡ, der wilde Oelbaum, Od. 5, 477, sonst [[κότινος]]. Ammonius nimmt es für den Mastirstrauch, [[σχῖνος]].
}}
{{ls
|lstext='''φῠλία''': ἡ, [[δένδρον]] τι μνημονευόμενον [[μετὰ]] τῆς ἐλαίας ἐν Ὀδ. Ε. 477 (δοιοὺς… θάμνους, ἐξ [[ὁμόθεν]] πεφυῶτας ― ὁ μὲν φυλίης, ὁ δ’ ἐλαίης), [[ἔνθα]] συνήθως ἐκλαμβάνεται ὡς [[εἶδος]] ἀγρίας ἐλαίας, πρβλ. Παυσ. 2. 32, 10· ἀλλ’ [[ἴσως]] ἡ [[ἑρμηνεία]] αὕτη προῆλθεν ἐκ συγχύσεως πρὸς τὸ [[ὄνομα]] [[φαυλία]]· ὁ Ἀμμώνιος λέγει: «[[φαυλία]] καὶ [[φυλία]] διαφέρει· [[φαυλία]] μὲν γὰρ [[εἶδος]] ἐλαίας, [[φυλία]] δὲ ἡ [[σχῖνος]]»· κατὰ τὸν Billerbe k Rhamnus alaternus ([[ὅπερ]] ἔτι καὶ νῦν λέγεται φυλίκη ἐν Κερκύρᾳ καὶ ἐν Ἀγράφοις).
}}
}}

Revision as of 09:15, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῠλία Medium diacritics: φυλία Low diacritics: φυλία Capitals: ΦΥΛΙΑ
Transliteration A: phylía Transliteration B: phylia Transliteration C: fylia Beta Code: fuli/a

English (LSJ)

poet. φυλίη, ἡ, a tree mentioned with the olive in Od.5.477 (δοιοὺς . . θάμνους, ἐξ ὁμόθεν πεφυῶτας—ὁ μὲν φυλίης, ὁ δ' ἐλαίης), apptly. (cf. Sch.ad loc., Hsch.) a kind of

   A wild olive, but distd. fr. κότινος and said to be Troezenian by Paus.2.32.10 (written φυλλία), cf. Philostr.Gym.43, Nonn.D.5.474; wrongly identified by Ammon. Diff. p.135V. with σχῖνος.

German (Pape)

[Seite 1314] ἡ, der wilde Oelbaum, Od. 5, 477, sonst κότινος. Ammonius nimmt es für den Mastirstrauch, σχῖνος.

Greek (Liddell-Scott)

φῠλία: ἡ, δένδρον τι μνημονευόμενον μετὰ τῆς ἐλαίας ἐν Ὀδ. Ε. 477 (δοιοὺς… θάμνους, ἐξ ὁμόθεν πεφυῶτας ― ὁ μὲν φυλίης, ὁ δ’ ἐλαίης), ἔνθα συνήθως ἐκλαμβάνεται ὡς εἶδος ἀγρίας ἐλαίας, πρβλ. Παυσ. 2. 32, 10· ἀλλ’ ἴσωςἑρμηνεία αὕτη προῆλθεν ἐκ συγχύσεως πρὸς τὸ ὄνομα φαυλία· ὁ Ἀμμώνιος λέγει: «φαυλία καὶ φυλία διαφέρει· φαυλία μὲν γὰρ εἶδος ἐλαίας, φυλία δὲ ἡ σχῖνος»· κατὰ τὸν Billerbe k Rhamnus alaternus (ὅπερ ἔτι καὶ νῦν λέγεται φυλίκη ἐν Κερκύρᾳ καὶ ἐν Ἀγράφοις).