φασκάς: Difference between revisions
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
(13_2) |
(6_4) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1258.png Seite 1258]] άδος, ἡ, eine Entenart, auch [[βασκάς]] und [[βοσκάς]] geschrieben, Alex. Mynd. bei Ath. IX, 395 u. Arist. H. A. 8, 3. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1258.png Seite 1258]] άδος, ἡ, eine Entenart, auch [[βασκάς]] und [[βοσκάς]] geschrieben, Alex. Mynd. bei Ath. IX, 395 u. Arist. H. A. 8, 3. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''φασκάς''': -άδος, ἡ, [[εἶδος]] νήσσης, «πάππιας», «αἱ λεγόμεναι φασκάδες μικρῷ μείζονες οὖσαι τῶν μικρῶν κολυμβίδων, τὰ λοιπὰ νήτταις εἰσὶ παραπλήσιοι» Ἀλέξ. Μύνδ. παρ’ Ἀθην. 395Ε· φέρεται καὶ [[βασκάς]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 15. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:02, 5 August 2017
English (LSJ)
άδος, ἡ, a kind of
A duck, Alex.Mynd. ap. Ath.9.395d, cf. βασκάς.
German (Pape)
[Seite 1258] άδος, ἡ, eine Entenart, auch βασκάς und βοσκάς geschrieben, Alex. Mynd. bei Ath. IX, 395 u. Arist. H. A. 8, 3.
Greek (Liddell-Scott)
φασκάς: -άδος, ἡ, εἶδος νήσσης, «πάππιας», «αἱ λεγόμεναι φασκάδες μικρῷ μείζονες οὖσαι τῶν μικρῶν κολυμβίδων, τὰ λοιπὰ νήτταις εἰσὶ παραπλήσιοι» Ἀλέξ. Μύνδ. παρ’ Ἀθην. 395Ε· φέρεται καὶ βασκάς, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 15.