δικαιολογέομαι: Difference between revisions

From LSJ

Πολλοὺς τρέφειν εἴωθε τἀδικήματα → Multos consuevit alere iniuria et nefas → Gar viele sind's, die Unrechttun zu nähren pflegt

Menander, Monostichoi, 445
(13_5)
(6_13b)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0626.png Seite 626]] seine Gerechtsame anführen, vertheidigen, übh. mit Einem rechten; [[περί]] τινος, Lys. frg. bei Ath. ν, 209 f; absolut, Aesch. 2, 21; [[πρός]] τινα, Pol. 4, 3, 12; τινὶ [[ὑπέρ]] τινος, Luc. Prom. 4. – Sp. auch im act., wie Luc. Tim. 11, οἱ δικαιολογοῦντες. die Sachwalter.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0626.png Seite 626]] seine Gerechtsame anführen, vertheidigen, übh. mit Einem rechten; [[περί]] τινος, Lys. frg. bei Ath. ν, 209 f; absolut, Aesch. 2, 21; [[πρός]] τινα, Pol. 4, 3, 12; τινὶ [[ὑπέρ]] τινος, Luc. Prom. 4. – Sp. auch im act., wie Luc. Tim. 11, οἱ δικαιολογοῦντες. die Sachwalter.
}}
{{ls
|lstext='''δῐκαιολογέομαι''': μέλλ. -ήσομαι Πολύβ. 4. 3, 12· ἀόρ. ἐδικαιολογησάμην Λουκ. Προμ. 4, ἢ παθ. ἐδικαιολογήθην Πολύβ. 31. 20, 8· ἀποθ.· -[[ὑπερασπίζω]] ἐμαυτὸν ἐνώπιον τοῦ κριτοῦ, δικάζομαι [[πρός]] τινα, Αἰσχίν. 31. 2· [[περί]] τινος Λυσ. Ἀποσπ. 18· [[πρός]] τινα Ὑπερείδ. Εὐξεν. 32, Πολύβ., κτλ. ΙΙ. ἐν τῷ ἐνεργ., οἱ δικαιολογοῦντες, οἱ δικηγόροι, Λουκ. Τίμ. 11, πρβλ. Ἀπολ. 12.
}}
}}

Revision as of 09:46, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐκαιολογέομαι Medium diacritics: δικαιολογέομαι Low diacritics: δικαιολογέομαι Capitals: ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΕΟΜΑΙ
Transliteration A: dikaiologéomai Transliteration B: dikaiologeomai Transliteration C: dikaiologeomai Beta Code: dikaiologe/omai

English (LSJ)

fut.

   A -ήσομαι Plb.4.3.12: aor. ἐδικαιολογησάμην Luc.Prom.4, or Pass. ἐδικαιολογήθην Plb.31.12.8: —plead one's cause before the judge, come to issue with a person, abs., Aeschin.2.21; περί τινος Lys.Fr.34; πρός τινα Hyp.Eux.20, Plb.4.3.12, D.Chr.48.10: metaph., Iamb.Myst.3.19.    2 remonstrate, Luc. Alex.55.    II later in Act., δ. ὑπὲρ τῆς πόλεως Inscr.Prien.111.126 (i B. C.), cf. 108.105; οἱ δικαιολογοῦντες advocates, Luc.Tim.11, cf. Apol.12.

German (Pape)

[Seite 626] seine Gerechtsame anführen, vertheidigen, übh. mit Einem rechten; περί τινος, Lys. frg. bei Ath. ν, 209 f; absolut, Aesch. 2, 21; πρός τινα, Pol. 4, 3, 12; τινὶ ὑπέρ τινος, Luc. Prom. 4. – Sp. auch im act., wie Luc. Tim. 11, οἱ δικαιολογοῦντες. die Sachwalter.

Greek (Liddell-Scott)

δῐκαιολογέομαι: μέλλ. -ήσομαι Πολύβ. 4. 3, 12· ἀόρ. ἐδικαιολογησάμην Λουκ. Προμ. 4, ἢ παθ. ἐδικαιολογήθην Πολύβ. 31. 20, 8· ἀποθ.· -ὑπερασπίζω ἐμαυτὸν ἐνώπιον τοῦ κριτοῦ, δικάζομαι πρός τινα, Αἰσχίν. 31. 2· περί τινος Λυσ. Ἀποσπ. 18· πρός τινα Ὑπερείδ. Εὐξεν. 32, Πολύβ., κτλ. ΙΙ. ἐν τῷ ἐνεργ., οἱ δικαιολογοῦντες, οἱ δικηγόροι, Λουκ. Τίμ. 11, πρβλ. Ἀπολ. 12.