περικρεμάννυμι: Difference between revisions
From LSJ
ἔστι γὰρ ὁ φίλος ἄλλος αὐτός → a friend, you see, is another self
(13_2) |
(6_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0581.png Seite 581]] (s. [[κρεμάννυμι]]), herumhängen, Sp.; u. im med. περικρέμαμαι, herumhangen, λαγαρὸν δειρῇ [[δέρμα]] περικρέμαται, Paul. Sil. 10 (V, 264); Nonn. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0581.png Seite 581]] (s. [[κρεμάννυμι]]), herumhängen, Sp.; u. im med. περικρέμαμαι, herumhangen, λαγαρὸν δειρῇ [[δέρμα]] περικρέμαται, Paul. Sil. 10 (V, 264); Nonn. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''περικρεμάννῡμι''': [[κρεμῶ]] [[πέριξ]], τινί τι Ἀνθ. Π. 11. 66, Νόνν. Δ. 26. 254. - Παθ., κρεμῶμαι [[πέριξ]], προσκολλῶμαι εἴς τι, [[μετὰ]] δοτ., ματρὶ Ἀνθ. Π. 9.78. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:54, 5 August 2017
English (LSJ)
A hang round, τινί τι AP11.66 (Antiphil.), Nonn. D.26.254 :—Pass., hang round, cling to, cj. in Plu.2.924b (v. περικεράννυμι ) : c. dat., μητρί AP9.78 (Leon.).
German (Pape)
[Seite 581] (s. κρεμάννυμι), herumhängen, Sp.; u. im med. περικρέμαμαι, herumhangen, λαγαρὸν δειρῇ δέρμα περικρέμαται, Paul. Sil. 10 (V, 264); Nonn.
Greek (Liddell-Scott)
περικρεμάννῡμι: κρεμῶ πέριξ, τινί τι Ἀνθ. Π. 11. 66, Νόνν. Δ. 26. 254. - Παθ., κρεμῶμαι πέριξ, προσκολλῶμαι εἴς τι, μετὰ δοτ., ματρὶ Ἀνθ. Π. 9.78.