εὐνομέομαι: Difference between revisions

From LSJ

κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)

Source
(13_5)
(6_13b)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1083.png Seite 1083]] dep. pass., gute Gesetze u. Verfassung haben; οὕτω ἡ χώρη εὐνομήσεται Her. 1, 97; εὐνομήθησαν 1, 65; ἡ [[Λακεδαίμων]] ἐκ παλαιτάτου εὐνομήθη Thuc. 1, 18; εἰ μέλλει εὐνομήσεσθαι ἡ [[πόλις]] Plat. Rep. II, 380 b; oft [[πόλις]] εὐνομουμένη, wie Dem. 24, 139; [[οἰκία]] πλουσία καὶ οὐκ εὐνομουμένη, nicht gut verwaltet, Aesch. 1, 171.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1083.png Seite 1083]] dep. pass., gute Gesetze u. Verfassung haben; οὕτω ἡ χώρη εὐνομήσεται Her. 1, 97; εὐνομήθησαν 1, 65; ἡ [[Λακεδαίμων]] ἐκ παλαιτάτου εὐνομήθη Thuc. 1, 18; εἰ μέλλει εὐνομήσεσθαι ἡ [[πόλις]] Plat. Rep. II, 380 b; oft [[πόλις]] εὐνομουμένη, wie Dem. 24, 139; [[οἰκία]] πλουσία καὶ οὐκ εὐνομουμένη, nicht gut verwaltet, Aesch. 1, 171.
}}
{{ls
|lstext='''εὐνομέομαι''': μέλλ. -ήσομαι Ἡροδ. 1. 97: ἀόρ. εὐνομήθην [[αὐτόθι]] 65: πρκμ. εὐνόμημαι Ἐπιμενίδ. παρὰ Διογ. Λ. 1. 113: Ἀποθ. Ἔχω νόμους καλούς, καλὸν [[πολίτευμα]], εἶμαι [[εὔνομος]], Ἡροδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Θουκ. 1. 18, Πλάτ. κλ.· [[πόλις]] εὐνομεῖται ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 380 Β· [[πόλις]] ευνομουμένη Δημ. 744. 2, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 1. 1, 4 Πολιτικ. 4. 8, 5· [[οἰκία]] οὐκ εὐν. Αἰσχίν. 24. 24· ἰσχύσετε, [[ὅταν]] εὐνομῆσθε, [[ὅταν]] θὰ τηρῆτε τοὺς νόμους, ὁ αὐτ. 1. 26. - Ἐν Πλάτ. Νόμ. 927Β, ἀντὶ τῆς ἐνεργ. μετοχῆς εὐνομοῦσα, ὁ Ast. προτείνει [[εὔνομος]] οὖσα.
}}
}}

Revision as of 10:05, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐνομέομαι Medium diacritics: εὐνομέομαι Low diacritics: ευνομέομαι Capitals: ΕΥΝΟΜΕΟΜΑΙ
Transliteration A: eunoméomai Transliteration B: eunomeomai Transliteration C: evnomeomai Beta Code: eu)nome/omai

English (LSJ)

fut. -ήσομαι Hdt.1.97, Pl.R.380b: aor. 1

   A εὐνομήθην Hdt.1.66, ηὐν- Th.1.18: pf. εὐνόμημαι Epimenid. ap. D.L.1.113:— have good laws, be well-ordered, Hdt.ll.cc., Th.1.18, etc.; [πόλις] μέλλει εὐνομήσεσθαι Pl. l. c.; πόλις -ουμένη D.24.139, cf. Arist.Rh.1354a20, Pol.1294a3; οἰκία οὐκ εὐ. Aeschin.1.171; ἰσχύσετε, ὅταν εὐνομῆσθε when you observe the laws, ib.5. (Act. only in pres. part. εὐνομοῦσα Pl.Lg.927b.)

German (Pape)

[Seite 1083] dep. pass., gute Gesetze u. Verfassung haben; οὕτω ἡ χώρη εὐνομήσεται Her. 1, 97; εὐνομήθησαν 1, 65; ἡ Λακεδαίμων ἐκ παλαιτάτου εὐνομήθη Thuc. 1, 18; εἰ μέλλει εὐνομήσεσθαι ἡ πόλις Plat. Rep. II, 380 b; oft πόλις εὐνομουμένη, wie Dem. 24, 139; οἰκία πλουσία καὶ οὐκ εὐνομουμένη, nicht gut verwaltet, Aesch. 1, 171.

Greek (Liddell-Scott)

εὐνομέομαι: μέλλ. -ήσομαι Ἡροδ. 1. 97: ἀόρ. εὐνομήθην αὐτόθι 65: πρκμ. εὐνόμημαι Ἐπιμενίδ. παρὰ Διογ. Λ. 1. 113: Ἀποθ. Ἔχω νόμους καλούς, καλὸν πολίτευμα, εἶμαι εὔνομος, Ἡροδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Θουκ. 1. 18, Πλάτ. κλ.· πόλις εὐνομεῖται ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 380 Β· πόλις ευνομουμένη Δημ. 744. 2, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 1. 1, 4 Πολιτικ. 4. 8, 5· οἰκία οὐκ εὐν. Αἰσχίν. 24. 24· ἰσχύσετε, ὅταν εὐνομῆσθε, ὅταν θὰ τηρῆτε τοὺς νόμους, ὁ αὐτ. 1. 26. - Ἐν Πλάτ. Νόμ. 927Β, ἀντὶ τῆς ἐνεργ. μετοχῆς εὐνομοῦσα, ὁ Ast. προτείνει εὔνομος οὖσα.