συμπνέω: Difference between revisions
πολλὰ μεταξὺ πέλει κύλικος καὶ χείλεος ἄκρου → there is many a slip twixt cup and lip, there's many a slip twixt cup and lip, there's many a slip 'twixt cup and lip, there's many a slip twixt the cup and the lip, there's many a slip 'twixt the cup and the lip
(13_5) |
(6_13a) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0988.png Seite 988]] (s. [[πνέω]]), zusammen wehen, übertr., bereinstimmen; ἐμπαίοις τύχαισι συμπνέων, Aesch. Ag. 180; Plat. Legg. IV, 708 d; συμπνεύσαντες καὶ μιᾷ γνώμῃ χρώμενοι, Pol. 30, 2, 8; [[οὐκέτι]] συμπνευσάντων ἡμῶν καὶ τῶν Θηβαίων, Dem. 18, 168; sich vereinigen, εἴς τι, wozu, z. B. τἰς γάμον, Ael. H. A. 3, 44. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0988.png Seite 988]] (s. [[πνέω]]), zusammen wehen, übertr., bereinstimmen; ἐμπαίοις τύχαισι συμπνέων, Aesch. Ag. 180; Plat. Legg. IV, 708 d; συμπνεύσαντες καὶ μιᾷ γνώμῃ χρώμενοι, Pol. 30, 2, 8; [[οὐκέτι]] συμπνευσάντων ἡμῶν καὶ τῶν Θηβαίων, Dem. 18, 168; sich vereinigen, εἴς τι, wozu, z. B. τἰς γάμον, Ael. H. A. 3, 44. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''συμπνέω''': μέλλ. -πνεύσομαι, [[πνέω]] [[ὁμοῦ]] μετά τινος, τινι Ἀνθ. Π. 7. 595, Μᾶρκ. Ἀντων. 8. 54· μεταφ., ὡς τὸ Λατ. conspirare, συμφωνῶ μετά τινος, Πλάτ. Νόμ. 708D· ἐμπαίοις τύχαισι σ., παραφέρομαι μὲ αἰφνιδίους ὁρμὰς τῆς τύχης, ὑποχωρῶ, [[ὑποκύπτω]] εἰς αὐτήν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 187. 2) ἀπολ., συμφωνῶ μετά τινος, συνωμοτῶ, συμπνευσάντων ἡμῶν καὶ Θηβαίων Δημ. 284. 17, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 3, 11· εἴς τι Αἰλ. π. Ζ. 3. 44. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:44, 5 August 2017
English (LSJ)
poet. συμπληρ-πνείω Supp.Epigr.7.12.11 (Susa, i B.C.):—
A breathe together with, τινι M.Ant.8.54, AP7.595 (Jul.): metaph., ἐμπαίοις τύχαισι συμπνέων going along with the sudden blasts of fortune, yielding or bowing to them, A.Ag.187 (lyr.); συμπνέον τῇ ὀργῇ, gloss on ἔγχεος ζακότοιο, Sch.Pi.N.6.90. 2 abs., coalesce, achieve unity, Pl.Lg.708d, Arist.Pol.1303a26, Plu.Comp.Lyc.Num.4; συμπνευσάντων ἡμῶν καὶ Θηβαίων D.18.168; οἱονεὶ σ. ἐς γάμον Ael.NA 3.44.
German (Pape)
[Seite 988] (s. πνέω), zusammen wehen, übertr., bereinstimmen; ἐμπαίοις τύχαισι συμπνέων, Aesch. Ag. 180; Plat. Legg. IV, 708 d; συμπνεύσαντες καὶ μιᾷ γνώμῃ χρώμενοι, Pol. 30, 2, 8; οὐκέτι συμπνευσάντων ἡμῶν καὶ τῶν Θηβαίων, Dem. 18, 168; sich vereinigen, εἴς τι, wozu, z. B. τἰς γάμον, Ael. H. A. 3, 44.
Greek (Liddell-Scott)
συμπνέω: μέλλ. -πνεύσομαι, πνέω ὁμοῦ μετά τινος, τινι Ἀνθ. Π. 7. 595, Μᾶρκ. Ἀντων. 8. 54· μεταφ., ὡς τὸ Λατ. conspirare, συμφωνῶ μετά τινος, Πλάτ. Νόμ. 708D· ἐμπαίοις τύχαισι σ., παραφέρομαι μὲ αἰφνιδίους ὁρμὰς τῆς τύχης, ὑποχωρῶ, ὑποκύπτω εἰς αὐτήν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 187. 2) ἀπολ., συμφωνῶ μετά τινος, συνωμοτῶ, συμπνευσάντων ἡμῶν καὶ Θηβαίων Δημ. 284. 17, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 3, 11· εἴς τι Αἰλ. π. Ζ. 3. 44.