μισγάγκεια: Difference between revisions
Αὐτάρκης ἔσῃ, ἂν μάθῃς τί τὸ καλὸν κἀγαθόν ἐστι → You will be contented with your lot if you learn what the honourable and good is
(13_2) |
(6_9) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0189.png Seite 189]] ἡ, eine Bergschlucht, wo die Bergströme von allen Seiten zusammenlaufen u. sich vermischen, Il. 4, 453, dem folgdn [[χαράδρα]] entsprechend. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0189.png Seite 189]] ἡ, eine Bergschlucht, wo die Bergströme von allen Seiten zusammenlaufen u. sich vermischen, Il. 4, 453, dem folgdn [[χαράδρα]] entsprechend. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''μισγάγκεια''': ἡ, ([[μίσγω]], [[ἄγκος]]) [[τόπος]] [[ἔνθα]] δύο ἢ πλείονες φάραγγες ὀρέων ἑνοῦνται καὶ εἰς ὃν τὰ ὕδατα αὐτῶν [[πανταχόθεν]] εἰσορμῶσιν, ὡς δ’ ὃτε χείμαρροι... ἐς μισγάγκειαν συμβάλετον..., [[ὕδωρ]] Ἰλ. Δ. 453· ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, [[συνάγκεια]]· μεταφ. μ. κακῶν Δαμασκ. παρὰ τῷ Σουΐδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:28, 5 August 2017
English (LSJ)
ἡ, (μίσγω, ἄγκος)
A meeting of glens, meeting of the waters, ὡς δ' ὅτε . . ποταμοὶ . . ἐς μισγάγκειαν συμβάλλετον . . ὕδωρ Il.4.453: metaph., Gal.Nat.Fac.1.2, Alex.Aphr.Pr.1.46; ποιητικὴ μ. Pl. Phlb.62d, Dam.Pr.113; μ. κακῶν Id. ap. Suid. s.v. Εὐπείθιον.
German (Pape)
[Seite 189] ἡ, eine Bergschlucht, wo die Bergströme von allen Seiten zusammenlaufen u. sich vermischen, Il. 4, 453, dem folgdn χαράδρα entsprechend.
Greek (Liddell-Scott)
μισγάγκεια: ἡ, (μίσγω, ἄγκος) τόπος ἔνθα δύο ἢ πλείονες φάραγγες ὀρέων ἑνοῦνται καὶ εἰς ὃν τὰ ὕδατα αὐτῶν πανταχόθεν εἰσορμῶσιν, ὡς δ’ ὃτε χείμαρροι... ἐς μισγάγκειαν συμβάλετον..., ὕδωρ Ἰλ. Δ. 453· ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, συνάγκεια· μεταφ. μ. κακῶν Δαμασκ. παρὰ τῷ Σουΐδ.