πωγωνοφόρος: Difference between revisions
Κάλλιστον ἐν κήποισι φύεται ῥόδον → Pulchrius in hortis gignitur nihil rosa → Die Rose ist das Schönste, was im Garten wächst
(c1) |
(6_18) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0826.png Seite 826]] barttragend, Luc. ep. 9 (XI, 410). S. [[πωγωνοτρόφος]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0826.png Seite 826]] barttragend, Luc. ep. 9 (XI, 410). S. [[πωγωνοτρόφος]]. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''πωγωνοφόρος''': -ον, ὁ φέρων, τρέφων [[γένειον]], Ἀνθ. Π. 11. 410, περὶ τῆς τρίγλης, «διαφέρει δὲ ἡ [[πελάγιος]] τῆς πετραίας, [[διάπυρος]] οὖσα κιναβάρει καὶ χρυσῷ [[πωγωνοφόρος]] δ’ ἐστὶ» Ξενοκρ. π. Ἐνυδρ. 35, [[ἔνθα]] (σ. 105) σημειοῦται ὁ Κοραῆς: «[[πωγωνοφόρος]] [[οὕτως]] καὶ Ἐρατοσθένης (παρ’ Ἀθην. σ. 284) γενειῆτιν τρίγλην, καὶ Σώφρων (παρὰ τῷ αὐτῷ σ. 324) γενεάτην τρίγλην, ὅ ἐστι πωγωνοφόρον ἐκάλεσαν. Ἐκ δὲ τῶν νεωτέρων μυστακοφόρον αὐτὴν κωμικῶς, ἢ [[μᾶλλον]] βωμολοχικῶς, ὠνόμασεν ὁ Πτωχοπρόδρομος ἐν τῷ κατὰ ἡγουμένων ποιήματι (στίχ. 175) κομμάτια, σιακοκόμματα, τριγλία μουστακάτα· οἱ δὲ παρ’ ἡμῖν Ἰταλοχυδαΐζοντες, χαίρειν ἐάσαντες τὸ πολλοῦ [[δέον]] ἀπηρχαιῶσθαι τῆς τρίγλης [[ὄνομα]], «Βαρβοῦνι» κτλ. Ὀρειβ. 14 Matth. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:39, 5 August 2017
English (LSJ)
ον,
A wearing a beard, Scyl.112, Xenocr. ap. Orib.2.58.42, Luc.Epigr.46.
German (Pape)
[Seite 826] barttragend, Luc. ep. 9 (XI, 410). S. πωγωνοτρόφος.
Greek (Liddell-Scott)
πωγωνοφόρος: -ον, ὁ φέρων, τρέφων γένειον, Ἀνθ. Π. 11. 410, περὶ τῆς τρίγλης, «διαφέρει δὲ ἡ πελάγιος τῆς πετραίας, διάπυρος οὖσα κιναβάρει καὶ χρυσῷ πωγωνοφόρος δ’ ἐστὶ» Ξενοκρ. π. Ἐνυδρ. 35, ἔνθα (σ. 105) σημειοῦται ὁ Κοραῆς: «πωγωνοφόρος οὕτως καὶ Ἐρατοσθένης (παρ’ Ἀθην. σ. 284) γενειῆτιν τρίγλην, καὶ Σώφρων (παρὰ τῷ αὐτῷ σ. 324) γενεάτην τρίγλην, ὅ ἐστι πωγωνοφόρον ἐκάλεσαν. Ἐκ δὲ τῶν νεωτέρων μυστακοφόρον αὐτὴν κωμικῶς, ἢ μᾶλλον βωμολοχικῶς, ὠνόμασεν ὁ Πτωχοπρόδρομος ἐν τῷ κατὰ ἡγουμένων ποιήματι (στίχ. 175) κομμάτια, σιακοκόμματα, τριγλία μουστακάτα· οἱ δὲ παρ’ ἡμῖν Ἰταλοχυδαΐζοντες, χαίρειν ἐάσαντες τὸ πολλοῦ δέον ἀπηρχαιῶσθαι τῆς τρίγλης ὄνομα, «Βαρβοῦνι» κτλ. Ὀρειβ. 14 Matth.