μελιτουργία: Difference between revisions

From LSJ

φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid

Source
(c2)
(6_10)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0124.png Seite 124]] ἡ, μελιτουργικός u. μελιτουργός, v. l. von [[μελισσουργία]] u. s. w.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0124.png Seite 124]] ἡ, μελιτουργικός u. μελιτουργός, v. l. von [[μελισσουργία]] u. s. w.
}}
{{ls
|lstext='''μελῐτουργία''': ἡ, μελιτουργός, όν, [[ἀμφίβολος]] γραφὴ ἀντὶ μελιττουργία, -γός.
}}
}}

Revision as of 10:25, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελῐτουργία Medium diacritics: μελιτουργία Low diacritics: μελιτουργία Capitals: ΜΕΛΙΤΟΥΡΓΙΑ
Transliteration A: melitourgía Transliteration B: melitourgia Transliteration C: melitourgia Beta Code: melitourgi/a

English (LSJ)

ἡ, μελῐτουργ-ός, όν, dub. ll. for μελιττουργία, -γός.

German (Pape)

[Seite 124] ἡ, μελιτουργικός u. μελιτουργός, v. l. von μελισσουργία u. s. w.

Greek (Liddell-Scott)

μελῐτουργία: ἡ, μελιτουργός, όν, ἀμφίβολος γραφὴ ἀντὶ μελιττουργία, -γός.