ἐπίζευξις: Difference between revisions
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
(c2) |
(6_8) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0941.png Seite 941]] ἠ, Verbindung, Theophr.; bei Ael. Hdn. in Villois. Anecd. II p. 94 Wiederholung. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0941.png Seite 941]] ἠ, Verbindung, Theophr.; bei Ael. Hdn. in Villois. Anecd. II p. 94 Wiederholung. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἐπίζευξις''': -εως, [[ἐπίδεσις]], ἐν τῇ ἐπιζεύξει τῶν ἐπιτιθεμένων (φοινίκων) Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 6, 1. ΙΙ. παρὰ Γραμμ., ἡ [[ἐπανάληψις]] λέξεως, «[[ἐπίζευξις]] δὲ [[ὅταν]] τὰ προκείμενα ὀνόματα διαλαμβάνοντες τὴν ἐπιφορὰν ἐμφαντικωτέραν ποιησώμεθα, [[οἷον]] ῾[[Θῆβαι]] δέ, [[Θῆβαι]], [[πόλις]] ἀστυγείιων, μεθ’ ἡμέραν ἐκ [[μέσης]] τῆς Ἑλλάδος ἀνηρπάσθη᾿ (Αἰσχίν. 72. 30)» Ἡρῳδιαν. περὶ Σχημάτ. ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 8, σ. 603, 13. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:27, 5 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A fastening together, joining, Thphr.HP2.6.1, prob. for ἐπίδεσιςin Paul.Aeg.6.97. II. Gramm., repetition of a word, Hdn. Fig.p.99 S., Phoeb.Fig.1.3. III. addition, τοῦ τόπου A.D.Synt. 336.10, cf. Ptol. Tetr.1.
German (Pape)
[Seite 941] ἠ, Verbindung, Theophr.; bei Ael. Hdn. in Villois. Anecd. II p. 94 Wiederholung.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίζευξις: -εως, ἐπίδεσις, ἐν τῇ ἐπιζεύξει τῶν ἐπιτιθεμένων (φοινίκων) Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 6, 1. ΙΙ. παρὰ Γραμμ., ἡ ἐπανάληψις λέξεως, «ἐπίζευξις δὲ ὅταν τὰ προκείμενα ὀνόματα διαλαμβάνοντες τὴν ἐπιφορὰν ἐμφαντικωτέραν ποιησώμεθα, οἷον ῾Θῆβαι δέ, Θῆβαι, πόλις ἀστυγείιων, μεθ’ ἡμέραν ἐκ μέσης τῆς Ἑλλάδος ἀνηρπάσθη᾿ (Αἰσχίν. 72. 30)» Ἡρῳδιαν. περὶ Σχημάτ. ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 8, σ. 603, 13.