δοχός: Difference between revisions
From LSJ
(c2) |
(6_15) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0663.png Seite 663]] aufnehmend, fassend, τινός, Theophr. Bei Hesych. subst., = [[δοχεῖον]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0663.png Seite 663]] aufnehmend, fassend, τινός, Theophr. Bei Hesych. subst., = [[δοχεῖον]]. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''δοχός''': -όν, ([[δέχομαι]]) δεχόμενος, περιλαμβάνων, δυνάμενος νὰ περιλάβῃ, Λατ. capax, [[μετὰ]] γεν., Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 2. 4, 12. ΙΙ. [[δοχός]], ὁ, [[δοχεῖον]], Ἡσύχ. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:36, 5 August 2017
English (LSJ)
όν, (δέχομαι)
A containing, able to hold, θερμοῦ καὶ ὑγροῦ Thphr. CP2.4.11. II Subst. δοχός, ὁ, receptacle, Hsch.; also, = λουτήρ, Id.
German (Pape)
[Seite 663] aufnehmend, fassend, τινός, Theophr. Bei Hesych. subst., = δοχεῖον.
Greek (Liddell-Scott)
δοχός: -όν, (δέχομαι) δεχόμενος, περιλαμβάνων, δυνάμενος νὰ περιλάβῃ, Λατ. capax, μετὰ γεν., Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 2. 4, 12. ΙΙ. δοχός, ὁ, δοχεῖον, Ἡσύχ.