πάροχος: Difference between revisions
Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand
(13_5) |
(6_14) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0528.png Seite 528]] darreichend, gebend, bes. ὁ [[πάροχος]], der auf dem Marsche den Kriegern das Nöthige giebt, der die Kosten wozu hergiebt, Sp. ὁ, der mit auf dem Wagen Sitzende, Mitfahrende, bes. der [[παράνυμφος]], VLL. erkl. παράπομπος u. ä., Ar. Av. 1740 u. Sp., wie Luc. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0528.png Seite 528]] darreichend, gebend, bes. ὁ [[πάροχος]], der auf dem Marsche den Kriegern das Nöthige giebt, der die Kosten wozu hergiebt, Sp. ὁ, der mit auf dem Wagen Sitzende, Mitfahrende, bes. der [[παράνυμφος]], VLL. erkl. παράπομπος u. ä., Ar. Av. 1740 u. Sp., wie Luc. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''πάροχος''': ὁ, ([[ὄχος]]) ὁ καθήμενος πλησίον ἑτέρου ἐπὶ ὀχήματος, ὁ παροχούμενος, Σουΐδ., Ἡσύχιος· «πάροχοι λέγονται καὶ οἱ παράνυμφοι, παρὰ τὸ παροχεῖσθαι τοῖς νυμφίοις· ἐπ’ ὀχήματος γὰρ τὰς νύμφας ἦγον» Σουΐδ., Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 1740, Φώτ., [[ὅθεν]] ὁ Ἔρως καλεῖται «Ζηνὸς [[πάροχος]] γάμων», ὁ δ’ ἀμφιθαλὴς Ἔρως [[χρυσόπτερος]] ἡνίας εὔθυνε παλιντόνους, Ζηνὸς [[πάροχος]] γάμων τῆς τ’ εὐδαίμονος Ἥρας Ἀριστοφ. Ὄρν. 1737· [[πάροχος]] δὲ καὶ νυμφαγωγὸς Ἡφαιστίων παρέστη δᾷδα καιομένην ἔχων Λουκ. Ἡρόδοτος 5. 2) π. [[ἵππος]] = [[παρήορος]], Εὐαγρ. Ἐκκλ. Ἱστ. 6. 4. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:03, 5 August 2017
English (LSJ)
(A), ὁ, (ὄχος)
A one who sits beside another in a chariot, Hsch., Suid.; esp. of the groomsman in wedding ceremonies, hence of Ἔρως, Ζηνὸς π. γάμων τῆς τε . . Ἥρας Ar.Av.1740 ; π. καὶ νυμφαγωγὸς συμπαρέστη Luc.Herod.5.
πάροχος (B), ὁ, (παρέχω)
A provider, c. gen., Porph.Abst.2.12 (pl.) : gloss on πρόξενος, Sch.Ar.Pl.182. II π., οἱ, in the Roman provinces, those who supplied public officers with necessaries, Hor.Sat.1.5.46, cf. IG5(1).209.30 (Sparta, i B.C.) : metaph., Cic.Att.13.2a.2.
German (Pape)
[Seite 528] darreichend, gebend, bes. ὁ πάροχος, der auf dem Marsche den Kriegern das Nöthige giebt, der die Kosten wozu hergiebt, Sp. ὁ, der mit auf dem Wagen Sitzende, Mitfahrende, bes. der παράνυμφος, VLL. erkl. παράπομπος u. ä., Ar. Av. 1740 u. Sp., wie Luc.
Greek (Liddell-Scott)
πάροχος: ὁ, (ὄχος) ὁ καθήμενος πλησίον ἑτέρου ἐπὶ ὀχήματος, ὁ παροχούμενος, Σουΐδ., Ἡσύχιος· «πάροχοι λέγονται καὶ οἱ παράνυμφοι, παρὰ τὸ παροχεῖσθαι τοῖς νυμφίοις· ἐπ’ ὀχήματος γὰρ τὰς νύμφας ἦγον» Σουΐδ., Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 1740, Φώτ., ὅθεν ὁ Ἔρως καλεῖται «Ζηνὸς πάροχος γάμων», ὁ δ’ ἀμφιθαλὴς Ἔρως χρυσόπτερος ἡνίας εὔθυνε παλιντόνους, Ζηνὸς πάροχος γάμων τῆς τ’ εὐδαίμονος Ἥρας Ἀριστοφ. Ὄρν. 1737· πάροχος δὲ καὶ νυμφαγωγὸς Ἡφαιστίων παρέστη δᾷδα καιομένην ἔχων Λουκ. Ἡρόδοτος 5. 2) π. ἵππος = παρήορος, Εὐαγρ. Ἐκκλ. Ἱστ. 6. 4.