τορέω: Difference between revisions
(13_5) |
(6_14) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1130.png Seite 1130]] ganz ungebr. Präs.; dazu aor. · ἔτορον, τορεῖν, durchbohren, durchstechen; ἔτορε ζωστῆρα, Il. 11, 236; auch aor. I. τορήσας, h. Merc. 119; Hesych. hat auch den aor. II. mit der Reduplikation, τετορεῖν, τρῶσαι erkl. – Uebertr. vom Ton, durchdringend ertönen lassen, laut und deutlich sagen, εἰ μὴ τετορήσω [[ταῦτα]] καὶ λακήσομαι, Ar. Pax 381. Vgl. [[τορός]] u. [[τορεύω]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1130.png Seite 1130]] ganz ungebr. Präs.; dazu aor. · ἔτορον, τορεῖν, durchbohren, durchstechen; ἔτορε ζωστῆρα, Il. 11, 236; auch aor. I. τορήσας, h. Merc. 119; Hesych. hat auch den aor. II. mit der Reduplikation, τετορεῖν, τρῶσαι erkl. – Uebertr. vom Ton, durchdringend ertönen lassen, laut und deutlich sagen, εἰ μὴ τετορήσω [[ταῦτα]] καὶ λακήσομαι, Ar. Pax 381. Vgl. [[τορός]] u. [[τορεύω]]. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''τορέω''': ὁ ἐνεστ. μόνον παρ’ Εὐστ. και Ἡσυχ. (πλὴν ὅτι ἀπαντᾷ ἀντιτορεῦντα ἐν τῷ Ὁμηρ. Ὕμνῳ εἰς Ἑρμ. 283)· μέλλ. -ήσω (ἀντι-) [[αὐτόθι]] 178· μετ’ ἀορ. α΄ τορήσας [[αὐτόθι]] 119, (ἀντ-) Ἰλ.· ἀόρ. β΄ ἔτορον Ἰλ., μετ’ ἀναδιπλασ. τετορεῖν Ἡσύχ. - Παθητ., πρκμ. τετόρημαι Νόνν.· ([[τόρος]]). Τρυπῶ, διατρυπῶ, ἔτορε ζωστῆρα Ἰλ. Λ. 236· τορήσας, ἴδε ἀνωτ. - Παθ., σπλάγχνα... τετορημένα χαλκῷ Νόνν. Δ. 5. 26· ἔγχεϊ ὁ αὐτ. 13. 493. 2) μεταφορ., [[διακηρύττω]] μετ’ ὀξείας καὶ διαπεραστικῆς φωνῆς, ἐν ᾗ σημασίᾳ ὁ Ἀριστοφ. ἐν Εἰρ. 381 ποιεῖται χρῆσιν τοῦ ἀνωμάλου μέλλ. τετορήσω, πρβλ. [[τορεύω]] Ι, [[τορός]]. ΙΙ. ὡς τὸ [[τορνεύω]], [[ἐργάζομαι]], [[σχηματίζω]], χέλυν Ἄρατ. 269, πρβλ. Ἀνθ. Π. 9. 162. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:57, 5 August 2017
English (LSJ)
the pres. only in Hsch. (except that ἀντιτοροῦντα occurs in h.Merc.283): fut. -ήσω (ἀντι-) ib.178: aor. 1 part.
A τορήσας Sardis7(1) No.83, (ἀντι-) Il. 10.267: aor. 2 ἔτορον Il. (v. infr.); redupl. τετορήσας h.Merc. 119, cf. Hsch. s. vv. τέτορεν, τετόρῃ:—Pass., pf. τετόρημαι Nonn. (v. infr.): (τόρος):—bore, pierce, ἔτορε ζωστῆρα Il.11.236; τορήσας, v. supr.:— Pass., σπλάγχνα . . τετορημένα χαλκῷ Nonn.D.5.26; ἔγχεϊ ib.13.493. 2 metaph., proclaim in shrill piercing tones, irreg. fut. τετορήσω Ar.Pax381; cf. τορεύω 1, τορός. II = τορνεύω, work, shape, χέλυν Arat.269, cf. AP9.162.
German (Pape)
[Seite 1130] ganz ungebr. Präs.; dazu aor. · ἔτορον, τορεῖν, durchbohren, durchstechen; ἔτορε ζωστῆρα, Il. 11, 236; auch aor. I. τορήσας, h. Merc. 119; Hesych. hat auch den aor. II. mit der Reduplikation, τετορεῖν, τρῶσαι erkl. – Uebertr. vom Ton, durchdringend ertönen lassen, laut und deutlich sagen, εἰ μὴ τετορήσω ταῦτα καὶ λακήσομαι, Ar. Pax 381. Vgl. τορός u. τορεύω.
Greek (Liddell-Scott)
τορέω: ὁ ἐνεστ. μόνον παρ’ Εὐστ. και Ἡσυχ. (πλὴν ὅτι ἀπαντᾷ ἀντιτορεῦντα ἐν τῷ Ὁμηρ. Ὕμνῳ εἰς Ἑρμ. 283)· μέλλ. -ήσω (ἀντι-) αὐτόθι 178· μετ’ ἀορ. α΄ τορήσας αὐτόθι 119, (ἀντ-) Ἰλ.· ἀόρ. β΄ ἔτορον Ἰλ., μετ’ ἀναδιπλασ. τετορεῖν Ἡσύχ. - Παθητ., πρκμ. τετόρημαι Νόνν.· (τόρος). Τρυπῶ, διατρυπῶ, ἔτορε ζωστῆρα Ἰλ. Λ. 236· τορήσας, ἴδε ἀνωτ. - Παθ., σπλάγχνα... τετορημένα χαλκῷ Νόνν. Δ. 5. 26· ἔγχεϊ ὁ αὐτ. 13. 493. 2) μεταφορ., διακηρύττω μετ’ ὀξείας καὶ διαπεραστικῆς φωνῆς, ἐν ᾗ σημασίᾳ ὁ Ἀριστοφ. ἐν Εἰρ. 381 ποιεῖται χρῆσιν τοῦ ἀνωμάλου μέλλ. τετορήσω, πρβλ. τορεύω Ι, τορός. ΙΙ. ὡς τὸ τορνεύω, ἐργάζομαι, σχηματίζω, χέλυν Ἄρατ. 269, πρβλ. Ἀνθ. Π. 9. 162.