νήδυια: Difference between revisions
From LSJ
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
(6_1) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νήδυια''': (οὐχὶ νηδύΐα, Λοβ. Φρύνιχ. 494), ων, τά, ὡς τὸ [[νηδύς]], τὰ [[ἐντόσθια]], ἔντερα, Ἰλ. Ρ. 524, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 113, Νικ. Ἀλεξιφ. 381· - Ἐπικ. γεν. νηδυιόφιν, (ἐκτὸς ἂν [[εἶναι]] ἀντὶ νηδυόφιν), Μόσχ. 4. 78. | |lstext='''νήδυια''': (οὐχὶ νηδύΐα, Λοβ. Φρύνιχ. 494), ων, τά, ὡς τὸ [[νηδύς]], τὰ [[ἐντόσθια]], ἔντερα, Ἰλ. Ρ. 524, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 113, Νικ. Ἀλεξιφ. 381· - Ἐπικ. γεν. νηδυιόφιν, (ἐκτὸς ἂν [[εἶναι]] ἀντὶ νηδυόφιν), Μόσχ. 4. 78. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ων ([[τά]]) :<br />entrailles.<br />'''Étymologie:''' [[νηδύς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:38, 9 August 2017
English (LSJ)
ων, τά,
A bowels, entrails, Il.17.524, A.R.2.113, Nic.Al. 381.
German (Pape)
[Seite 251] τά, die Eingeweide; Il. 17, 524; auch sp. D., wie Ap. Rh. 2, 113. – Die Schreibung νηδύϊα ist falsch, Lob. Phryn. 494.
Greek (Liddell-Scott)
νήδυια: (οὐχὶ νηδύΐα, Λοβ. Φρύνιχ. 494), ων, τά, ὡς τὸ νηδύς, τὰ ἐντόσθια, ἔντερα, Ἰλ. Ρ. 524, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 113, Νικ. Ἀλεξιφ. 381· - Ἐπικ. γεν. νηδυιόφιν, (ἐκτὸς ἂν εἶναι ἀντὶ νηδυόφιν), Μόσχ. 4. 78.