ἀνευφημέω: Difference between revisions

From LSJ

Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart

Menander, Monostichoi, 473
(6_1)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνευφημέω''': [[ἀνακράζω]], εὐφήμει ἢ εὐφημεῖτε: [[ἐπειδὴ]] δὲ τοῦτο ἐγίνετο ἐν λυπηραῖς περιστάσεσιν, κατήντησε νὰ σημαίνῃ: [[ἀνακραυγάζω]], γοερῶς φωνάζω, «ξεφωνίζω», [[ἅπας]] δ’ ἀνηυφήμησεν οἰμωγῇ λαὸς Σοφ. Τρ. 783, πρβλ. Εὐρ. Ὀρ. 1335. Πλάτ. Φαίδωνα 60Α. ΙΙ. παρὰ μεταγεν., ὑποδέχομαί τινα ἢ τιμῶ δι’ ἐπευφημιῶν ἢ ἐπαίνων, τινὰ ὡς εὐεργέτην Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 42. 5, κτλ.
|lstext='''ἀνευφημέω''': [[ἀνακράζω]], εὐφήμει ἢ εὐφημεῖτε: [[ἐπειδὴ]] δὲ τοῦτο ἐγίνετο ἐν λυπηραῖς περιστάσεσιν, κατήντησε νὰ σημαίνῃ: [[ἀνακραυγάζω]], γοερῶς φωνάζω, «ξεφωνίζω», [[ἅπας]] δ’ ἀνηυφήμησεν οἰμωγῇ λαὸς Σοφ. Τρ. 783, πρβλ. Εὐρ. Ὀρ. 1335. Πλάτ. Φαίδωνα 60Α. ΙΙ. παρὰ μεταγεν., ὑποδέχομαί τινα ἢ τιμῶ δι’ ἐπευφημιῶν ἢ ἐπαίνων, τινὰ ὡς εὐεργέτην Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 42. 5, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />pousser le cri « εὐφήμει », <i>càd, par euphémisme</i>, pousser un cri de douleur <i>ou</i> d’horreur.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[εὐφημέω]].
}}
}}

Revision as of 19:42, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνευφημέω Medium diacritics: ἀνευφημέω Low diacritics: ανευφημέω Capitals: ΑΝΕΥΦΗΜΕΩ
Transliteration A: aneuphēméō Transliteration B: aneuphēmeō Transliteration C: aneffimeo Beta Code: a)neufhme/w

English (LSJ)

   A shout εὐφήμει or εὐφημεῖτε: hence, as this was mainly done on sorrowful occasions, cry aloud, shriek, ἅπας δ' ἀνηυφήμησεν (so Brunck for ἀνευφώνησεν) οἰμωγῇ λεώς S.Tr.783, cf. E.Or.1335, Pl.Phd.60a.    2 proclaim, c. acc. et inf., Alex.Aphr. in Metaph. 767.30, cf. Simp.in Ph.1360.20: c. dupl. acc., Dam.Pr.58.    II later, receive or honour with auspicious cries, τινὰ ὡς εὐεργέτην J.BJ 4.2.5, cf. 2.21.4, Hdn.6.4.1.

German (Pape)

[Seite 227] laut den Ruf εὐφήμει erheben, was in der Regel bei traurigen Veranlassungen stattfindet; dah. für aufjammern, ein Klagegeschrei erheben, Soph. Tr. 788; Eur. Or. 1320; vgl. Plat. Phaed. 60 a; Ael. V. H. 12, 1.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνευφημέω: ἀνακράζω, εὐφήμει ἢ εὐφημεῖτε: ἐπειδὴ δὲ τοῦτο ἐγίνετο ἐν λυπηραῖς περιστάσεσιν, κατήντησε νὰ σημαίνῃ: ἀνακραυγάζω, γοερῶς φωνάζω, «ξεφωνίζω», ἅπας δ’ ἀνηυφήμησεν οἰμωγῇ λαὸς Σοφ. Τρ. 783, πρβλ. Εὐρ. Ὀρ. 1335. Πλάτ. Φαίδωνα 60Α. ΙΙ. παρὰ μεταγεν., ὑποδέχομαί τινα ἢ τιμῶ δι’ ἐπευφημιῶν ἢ ἐπαίνων, τινὰ ὡς εὐεργέτην Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 42. 5, κτλ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
pousser le cri « εὐφήμει », càd, par euphémisme, pousser un cri de douleur ou d’horreur.
Étymologie: ἀνά, εὐφημέω.