ξυλολεπής: Difference between revisions

From LSJ

ἤπειρον εἰς ἄπειρον ἐκβάλλων πόδα → departing to the limitless mainland

Source
(6_7)
(27)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ξῠλολεπής''': -ές, ὁ ἔχων ξύλινον, ξυλώδη φλοιόν, Σχόλ. εἰς Νικ. Ἀλεξιφ. 108.
|lstext='''ξῠλολεπής''': -ές, ὁ ἔχων ξύλινον, ξυλώδη φλοιόν, Σχόλ. εἰς Νικ. Ἀλεξιφ. 108.
}}
{{grml
|mltxt=[[ξυλολεπής]], -ές (Α)<br />αυτός που έχει ξύλινο [[κέλυφος]], ξυλώδη φλοιό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξύλον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>λεπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λέπω]] «[[ξεφλουδίζω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>δυσ</i>-<i>λεπής</i>].
}}
}}

Revision as of 12:06, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῠλολεπής Medium diacritics: ξυλολεπής Low diacritics: ξυλολεπής Capitals: ΞΥΛΟΛΕΠΗΣ
Transliteration A: xylolepḗs Transliteration B: xylolepēs Transliteration C: ksylolepis Beta Code: culoleph/s

English (LSJ)

ές,

   A with woody shell, καρπός Sch.Nic.Al.108.

German (Pape)

[Seite 281] ές, Holz abschälend, Schol. Nic. Al. 108.

Greek (Liddell-Scott)

ξῠλολεπής: -ές, ὁ ἔχων ξύλινον, ξυλώδη φλοιόν, Σχόλ. εἰς Νικ. Ἀλεξιφ. 108.

Greek Monolingual

ξυλολεπής, -ές (Α)
αυτός που έχει ξύλινο κέλυφος, ξυλώδη φλοιό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + -λεπής (< λέπω «ξεφλουδίζω»), πρβλ. δυσ-λεπής].