ἐπιβαρής: Difference between revisions

From LSJ

τὸ μὴ γενέσθαι κρεῖσσον ἢ φῦναι βροτοῖς → not existing is better for mortals than being born, not to be born is better than life for mortals

Source
(6_7)
(13)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιβαρής''': -ές, [[βαρύς]], Ἥρων ἐν Βελοπ. σ. 137. 5. 2) [[φορτικός]], Βίος Σιλβ. σ. 332. 10.- Ἐπίρρ. ἐπιβαρῶς Μ. Ἀκομ. τ. Α΄, σ. 308. 1, ἔκδ. Λ.
|lstext='''ἐπιβαρής''': -ές, [[βαρύς]], Ἥρων ἐν Βελοπ. σ. 137. 5. 2) [[φορτικός]], Βίος Σιλβ. σ. 332. 10.- Ἐπίρρ. ἐπιβαρῶς Μ. Ἀκομ. τ. Α΄, σ. 308. 1, ἔκδ. Λ.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπιβαρής]], -ές (AM)<br />βεβαρημένος, [[βαρύς]].
}}
}}

Revision as of 06:31, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιβαρής Medium diacritics: ἐπιβαρής Low diacritics: επιβαρής Capitals: ΕΠΙΒΑΡΗΣ
Transliteration A: epibarḗs Transliteration B: epibarēs Transliteration C: epivaris Beta Code: e)pibarh/s

English (LSJ)

ές,

   A heavy, HeroBel.102.9.

German (Pape)

[Seite 928] ές, schwer, beschwerlich, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιβαρής: -ές, βαρύς, Ἥρων ἐν Βελοπ. σ. 137. 5. 2) φορτικός, Βίος Σιλβ. σ. 332. 10.- Ἐπίρρ. ἐπιβαρῶς Μ. Ἀκομ. τ. Α΄, σ. 308. 1, ἔκδ. Λ.

Greek Monolingual

ἐπιβαρής, -ές (AM)
βεβαρημένος, βαρύς.