σκυβαλώδης: Difference between revisions

From LSJ

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
(6_7)
(37)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκῠβᾰλώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς σκύβαλα ἢ πρὸς ἀκαθαρσίας, Βυζ. τὸ σκ. = [[σκύβαλον]], Ἐκκλ.
|lstext='''σκῠβᾰλώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς σκύβαλα ἢ πρὸς ἀκαθαρσίας, Βυζ. τὸ σκ. = [[σκύβαλον]], Ἐκκλ.
}}
{{grml
|mltxt=-ες, / [[σκυβαλώδης]], -ῶδες, ΝΑ [[σκύβαλον]]<br />όμοιος με [[σκύβαλο]], [[ευτελής]].
}}
}}

Revision as of 12:30, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῠβᾰλώδης Medium diacritics: σκυβαλώδης Low diacritics: σκυβαλώδης Capitals: ΣΚΥΒΑΛΩΔΗΣ
Transliteration A: skybalṓdēs Transliteration B: skybalōdēs Transliteration C: skyvalodis Beta Code: skubalw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A refuse-like, Anon.Lond.29.39, Suid. s.v. ἐραῖα.

German (Pape)

[Seite 906] ες, von der Art des Auswurfs, dem Auswurf ähnlich; τὸ σκ., = σκύβαλον, Suid. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σκῠβᾰλώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς σκύβαλα ἢ πρὸς ἀκαθαρσίας, Βυζ. τὸ σκ. = σκύβαλον, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

-ες, / σκυβαλώδης, -ῶδες, ΝΑ σκύβαλον
όμοιος με σκύβαλο, ευτελής.