σκυβαλώδης
From LSJ
English (LSJ)
σκυβαλῶδες, refuse-like, Anon.Lond.29.39, Suid. s.v. ἐραῖα.
German (Pape)
[Seite 906] ες, von der Art des Auswurfs, dem Auswurf ähnlich; τὸ σκ., = σκύβαλον, Suid. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σκῠβᾰλώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς σκύβαλα ἢ πρὸς ἀκαθαρσίας, Βυζ. τὸ σκ. = σκύβαλον, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
-ες, / σκυβαλώδης, -ῶδες, ΝΑ σκύβαλον
όμοιος με σκύβαλο, ευτελής.