σκυβαλώδης

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῠβᾰλώδης Medium diacritics: σκυβαλώδης Low diacritics: σκυβαλώδης Capitals: ΣΚΥΒΑΛΩΔΗΣ
Transliteration A: skybalṓdēs Transliteration B: skybalōdēs Transliteration C: skyvalodis Beta Code: skubalw/dhs

English (LSJ)

σκυβαλῶδες, refuse-like, Anon.Lond.29.39, Suid. s.v. ἐραῖα.

German (Pape)

[Seite 906] ες, von der Art des Auswurfs, dem Auswurf ähnlich; τὸ σκ., = σκύβαλον, Suid. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σκῠβᾰλώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς σκύβαλα ἢ πρὸς ἀκαθαρσίας, Βυζ. τὸ σκ. = σκύβαλον, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

-ες, / σκυβαλώδης, -ῶδες, ΝΑ σκύβαλον
όμοιος με σκύβαλο, ευτελής.