μελισταγής: Difference between revisions
From LSJ
Νόμιζε γήμας δοῦλος εἶναι διὰ βίου → Uxore ducta vivere ut servus para → Nimm eine Frau und sei ihr Knecht ein Leben lang
(6_8) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μελιστᾰγής''': -ές, ὁ στάζων [[μέλι]], Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1272, Βαβρ. προοίμ. 18, Ἀνθ. Π. 5. 295, κτλ.˙ - μελίστακτος, ον, Ἀνθ. Π. 4. 1, 33. | |lstext='''μελιστᾰγής''': -ές, ὁ στάζων [[μέλι]], Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1272, Βαβρ. προοίμ. 18, Ἀνθ. Π. 5. 295, κτλ.˙ - μελίστακτος, ον, Ἀνθ. Π. 4. 1, 33. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />qui distille du miel.<br />'''Étymologie:''' [[μέλι]], [[στάζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:26, 9 August 2017
English (LSJ)
ές,
A dropping honey, κηρίον Babr.Prooem.18. 2 sweet as dropped honey, λοιβαί A.R.2.1272; στόματα AP5.294 (Leont.); σταφυλαί Dioscorus in PLit.Lond.100D5.
German (Pape)
[Seite 124] ές, Honig träufelnd; Ap. Rh. 2, 1272; στόμα, Leont. 1 (V, 295); κρούνισμα, Ep. ad. 259 (Plan. 12); ὕδωρ, ib. (App. 161); νιφετος, Tryphiod. 119.
Greek (Liddell-Scott)
μελιστᾰγής: -ές, ὁ στάζων μέλι, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1272, Βαβρ. προοίμ. 18, Ἀνθ. Π. 5. 295, κτλ.˙ - μελίστακτος, ον, Ἀνθ. Π. 4. 1, 33.