ἱδρώδης: Difference between revisions
From LSJ
κρεῖττον εἶναι φιλοσόφως ἀποθανεῖν ἢ ἀφιλοσόφως ζῆν → that it is better to die in manner befitting a philosopher than to live unphilosophically
(6_8) |
(17) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἱδρώδης''': -ες, ὁ, εὐκόλως ἱδρώνων, Ἱππ. 1157D, 1225Β. | |lstext='''ἱδρώδης''': -ες, ὁ, εὐκόλως ἱδρώνων, Ἱππ. 1157D, 1225Β. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἱδρώδης]], -ῶδες (Α)<br />αυτός που ιδρώνει εύκολα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ιδρώς]], -<i>ώτος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ώδης</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:36, 29 September 2017
English (LSJ)
ες,
A accompanied by perspiration, Hp.Epid.5.73, 7.51.
German (Pape)
[Seite 1239] ες, zum Schwitzen geneigt, schwitzend, schweißig, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἱδρώδης: -ες, ὁ, εὐκόλως ἱδρώνων, Ἱππ. 1157D, 1225Β.
Greek Monolingual
ἱδρώδης, -ῶδες (Α)
αυτός που ιδρώνει εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδρώς, -ώτος + κατάλ. -ώδης].