μιξεριφαρνογενής: Difference between revisions
From LSJ
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
(6_7) |
(25) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μιξερῐφαρνογενής''': -ές, ὁ ἀναμὶξ [[ἔριφος]] καὶ [[ἀρνίον]], Φιλόξ. 2. 34. | |lstext='''μιξερῐφαρνογενής''': -ές, ὁ ἀναμὶξ [[ἔριφος]] καὶ [[ἀρνίον]], Φιλόξ. 2. 34. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μιξεριφαρνογενής]], -ές (Α)<br />αυτός που προήλθε από [[μίξη]] εντέρων κατσικιού και αρνιού («[[μιξεριφαρνογενής]] χορδά», Φιλόξ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μιξ</i>(<i>ο</i>)- του <i>μίγννμι</i> /[[μείγνυμι]] <span style="color: red;">+</span> [[ἔριφος]] «[[κατσίκι]]» <span style="color: red;">+</span> [[ἀρήν]], [[ἀρνός]] «[[αρνί]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>γενής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γένος]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:40, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A of kid and lamb mixed together, χορδά Philox.2.34.
Greek (Liddell-Scott)
μιξερῐφαρνογενής: -ές, ὁ ἀναμὶξ ἔριφος καὶ ἀρνίον, Φιλόξ. 2. 34.
Greek Monolingual
μιξεριφαρνογενής, -ές (Α)
αυτός που προήλθε από μίξη εντέρων κατσικιού και αρνιού («μιξεριφαρνογενής χορδά», Φιλόξ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιξ(ο)- του μίγννμι /μείγνυμι + ἔριφος «κατσίκι» + ἀρήν, ἀρνός «αρνί» + -γενής (< γένος)].