ὀξυφαής: Difference between revisions
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
(6_7) |
(29) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀξῠφαής''': -ές, ὁ ἔχων ὅρασιν ὀξεῖαν, Νόνν. Δ. 7. 214. | |lstext='''ὀξῠφαής''': -ές, ὁ ἔχων ὅρασιν ὀξεῖαν, Νόνν. Δ. 7. 214. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὀξυφαής]], -ές (Α)<br />αυτός που έχει δυνατή όραση.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οξυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φαής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φάος]]), <b>πρβλ.</b> <i>λευκο</i>-<i>φαής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:10, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A keen-sighted, Nonn.D. 7.214, 28.303 (with v. l. ὀξυφανής).
German (Pape)
[Seite 355] ές, scharf sehend, Nonn. D. 7, 214.
Greek (Liddell-Scott)
ὀξῠφαής: -ές, ὁ ἔχων ὅρασιν ὀξεῖαν, Νόνν. Δ. 7. 214.
Greek Monolingual
ὀξυφαής, -ές (Α)
αυτός που έχει δυνατή όραση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -φαής (< φάος), πρβλ. λευκο-φαής].