ἀμφισβασίη: Difference between revisions

From LSJ

Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human

Menander, Monostichoi, 120
(6_10)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμφισβᾰσίη''': ἡ, Ἰων. ἀντὶ [[ἀμφισβήτησις]], ἐς ἀμφισβασίας ἀπικέσθαι τινί, ἔρχεσθαι εἰς ἀμφισβητήσεις [[πρός]] τινα, Ἡρόδ. 4. 14· τῶν δὲ [[αὖτις]] ἐγίνετο λόγων ἀμφ. ὁ αὐτ. 8. 81· οὕτος ἐν Ἐπιγραφ. Πριήν. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2905Β. 6.
|lstext='''ἀμφισβᾰσίη''': ἡ, Ἰων. ἀντὶ [[ἀμφισβήτησις]], ἐς ἀμφισβασίας ἀπικέσθαι τινί, ἔρχεσθαι εἰς ἀμφισβητήσεις [[πρός]] τινα, Ἡρόδ. 4. 14· τῶν δὲ [[αὖτις]] ἐγίνετο λόγων ἀμφ. ὁ αὐτ. 8. 81· οὕτος ἐν Ἐπιγραφ. Πριήν. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2905Β. 6.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br /><i>c.</i> [[ἀμφισβήτησις]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀμφίς]], [[βαίνω]].
}}
}}

Revision as of 19:41, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφισβᾰσίη Medium diacritics: ἀμφισβασίη Low diacritics: αμφισβασίη Capitals: ΑΜΦΙΣΒΑΣΙΗ
Transliteration A: amphisbasíē Transliteration B: amphisbasiē Transliteration C: amfisvasii Beta Code: a)mfisbasi/h

English (LSJ)

ἡ, Ion. for ἀμφισβήτησις, ἐς -βασίας ἀπικνέεσθαί τινι come to

   A controversy with one, Hdt.4.14; ἐγένετο λόγων ἀ. Id.8.81, cf. Inscr.Prien.37.129.

German (Pape)

[Seite 143] ἡ, Streit, Her. τῶν δὲ λόγων ἀμφ. γίγνεται, es entsteht ein Streit unter ihnen, 8, 81; εἰς ἀμφισβασίας ἀμφικνεῖσθαί τινι, widersprechen, 4, 14, wo eine Handschrift ἀμφισβάσιας, wie von ἀμφίσβασις, hat.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφισβᾰσίη: ἡ, Ἰων. ἀντὶ ἀμφισβήτησις, ἐς ἀμφισβασίας ἀπικέσθαι τινί, ἔρχεσθαι εἰς ἀμφισβητήσεις πρός τινα, Ἡρόδ. 4. 14· τῶν δὲ αὖτις ἐγίνετο λόγων ἀμφ. ὁ αὐτ. 8. 81· οὕτος ἐν Ἐπιγραφ. Πριήν. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2905Β. 6.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
c. ἀμφισβήτησις.
Étymologie: ἀμφίς, βαίνω.