κουράς: Difference between revisions

From LSJ

ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal

Source
(6_4)
(21)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κουράς''': -άδος, ἡ, «ὀροφικὸς [[πίναξ]]. ἡ ἐν τοῖς ὀροφώμασι γραφὴ» Ἡσύχ.
|lstext='''κουράς''': -άδος, ἡ, «ὀροφικὸς [[πίναξ]]. ἡ ἐν τοῖς ὀροφώμασι γραφὴ» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[κουράς]], -[[άδος]], ἡ (Α) [[κουρά]]<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i><br /><b>1.</b> η [[οροφή]]<br /><b>2.</b> η ζωγραφική σε [[οροφή]].
}}
}}

Revision as of 07:25, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κουράς Medium diacritics: κουράς Low diacritics: κουράς Capitals: ΚΟΥΡΑΣ
Transliteration A: kourás Transliteration B: kouras Transliteration C: kouras Beta Code: koura/s

English (LSJ)

άδος, ἡ,

   A = ὀροφή, Hsch. s.v. ἐγκουράδες.    2 painting on a ceiling, Id.

Greek (Liddell-Scott)

κουράς: -άδος, ἡ, «ὀροφικὸς πίναξ. ἡ ἐν τοῖς ὀροφώμασι γραφὴ» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κουράς, -άδος, ἡ (Α) κουρά
(κατά τον Ησύχ.)
1. η οροφή
2. η ζωγραφική σε οροφή.