εἶναι: Difference between revisions

From LSJ

σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → sometimes silence is preferable to words (Menander)

Source
(6_5)
 
(Bailly1_2)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''εἶναι''': ἀπαρ. τοῦ [[εἰμὶ]] ([[ὑπάρχω]]). ΙΙ. ἐν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 351 τῷ προσιόντι προσεῖναι ([[ἔνθα]] κεῖται αντὶ του προσιέναι, ἀπαρ. τοῦ [[πρόσειμι]], [[πλησιάζω]]) πιθανῶς [[εἶναι]] ἐφθαρμένον.
|lstext='''εἶναι''': ἀπαρ. τοῦ [[εἰμὶ]] ([[ὑπάρχω]]). ΙΙ. ἐν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 351 τῷ προσιόντι προσεῖναι ([[ἔνθα]] κεῖται αντὶ του προσιέναι, ἀπαρ. τοῦ [[πρόσειμι]], [[πλησιάζω]]) πιθανῶς [[εἶναι]] ἐφθαρμένον.
}}
{{bailly
|btext=<i>inf. de</i> [[εἰμί]].
}}
}}

Revision as of 19:43, 9 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

εἶναι: ἀπαρ. τοῦ εἰμὶ (ὑπάρχω). ΙΙ. ἐν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 351 τῷ προσιόντι προσεῖναι (ἔνθα κεῖται αντὶ του προσιέναι, ἀπαρ. τοῦ πρόσειμι, πλησιάζω) πιθανῶς εἶναι ἐφθαρμένον.

French (Bailly abrégé)

inf. de εἰμί.