εὐκαμψία: Difference between revisions
From LSJ
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
(6_11) |
(15) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐκαμψία''': ἡ, τὸ εὔκαμπτον, τῆς φωνῆς Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 7. 26. | |lstext='''εὐκαμψία''': ἡ, τὸ εὔκαμπτον, τῆς φωνῆς Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 7. 26. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (ΑΜ [[εὐκαμψία]]) [[εύκαμπτος]]<br />η [[ιδιότητα]] του εύκαμπτου, η ευλυγυσία<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[ενδοτικότητα]], η [[αστάθεια]] («[[ευκαμψία]] χαρακτήρα»)<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[φωνή]]) [[πλαστικότητα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:14, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A flexibility, of the voice, Arist.GA786b10.
German (Pape)
[Seite 1073] ἡ, Biegsamkeit, Ggstz ἀκαμψία, Arist. gen. anim. 5, 7.
Greek (Liddell-Scott)
εὐκαμψία: ἡ, τὸ εὔκαμπτον, τῆς φωνῆς Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 7. 26.
Greek Monolingual
η (ΑΜ εὐκαμψία) εύκαμπτος
η ιδιότητα του εύκαμπτου, η ευλυγυσία
νεοελλ.
η ενδοτικότητα, η αστάθεια («ευκαμψία χαρακτήρα»)
αρχ.
(για φωνή) πλαστικότητα.