αὐτόσε: Difference between revisions

From LSJ

οὐδείς ἑκὼν πονηρὸς οὐδ' ἄταν ἔχων → no one is willingly wretched or unlucky

Source
(6_6)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''αὐτόσε''': ἐπίρρ. ([[αὐτοῦ]]) εἰς αὐτὸ τὸ [[μέρος]], εἰς αὐτὴν ταύτην τὴν θέσιν, στέλλεσθαι Ἡρόδ. 3. 124· καταβαίνειν Ἀριστοφ. Λυσ. 873· αὐτομολεῖν Θουκ. 7. 26, κτλ.· ἀλλ’ ἐγὼ μὲν σφενδόνῃ οὐκ ἄν ἐφικοίμην αὐτόσ’ Ἀντιφάν. ἐν «Ἀφροδίτης γοναῖς» 1. 19.
|lstext='''αὐτόσε''': ἐπίρρ. ([[αὐτοῦ]]) εἰς αὐτὸ τὸ [[μέρος]], εἰς αὐτὴν ταύτην τὴν θέσιν, στέλλεσθαι Ἡρόδ. 3. 124· καταβαίνειν Ἀριστοφ. Λυσ. 873· αὐτομολεῖν Θουκ. 7. 26, κτλ.· ἀλλ’ ἐγὼ μὲν σφενδόνῃ οὐκ ἄν ἐφικοίμην αὐτόσ’ Ἀντιφάν. ἐν «Ἀφροδίτης γοναῖς» 1. 19.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />là même, ici même <i>avec mouv.</i><br />'''Étymologie:''' [[αὐτός]], -[[σε]].
}}
}}

Revision as of 19:49, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτόσε Medium diacritics: αὐτόσε Low diacritics: αυτόσε Capitals: ΑΥΤΟΣΕ
Transliteration A: autóse Transliteration B: autose Transliteration C: aftose Beta Code: au)to/se

English (LSJ)

Adv.

   A thither, to the very place, ἀπιέναι v.l. in Hdt.3.124 ; καταβαίνειν Ar.Lys.873; αὐτομολεῖν Th.7.26, etc.; σφενδόνῃ οὐκ ἂν ἐφικοίμην αὐτόσ' Antiph.55.20.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτόσε: ἐπίρρ. (αὐτοῦ) εἰς αὐτὸ τὸ μέρος, εἰς αὐτὴν ταύτην τὴν θέσιν, στέλλεσθαι Ἡρόδ. 3. 124· καταβαίνειν Ἀριστοφ. Λυσ. 873· αὐτομολεῖν Θουκ. 7. 26, κτλ.· ἀλλ’ ἐγὼ μὲν σφενδόνῃ οὐκ ἄν ἐφικοίμην αὐτόσ’ Ἀντιφάν. ἐν «Ἀφροδίτης γοναῖς» 1. 19.

French (Bailly abrégé)

adv.
là même, ici même avec mouv.
Étymologie: αὐτός, -σε.